Θα έρθουν οι φίλες μου να με πάρουν από το σπίτι πολύ νωρίς. Θα ξεκινήσουμε μαζεύοντας λουλούδια από τη δική μας αυλή. Και θα συνεχίσουμε σε όλο το χωριό, σε κάθε αυλή. Οι νοικοκυρές μας διαλέγουν τα πιο φρέσκα και μας τα δίνουν απλόχερα. Θα φτάσουμε στην εκκλησία πολύ πριν το μεσημέρι. Θα έχουν μαζευτεί όλα τα παιδιά.
Είναι Πάσχα. Είναι όλοι ζωντανοί, χαμογελάνε, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι φίλοι. Είναι όλοι κάτω, τα ξαδέρφια, οι θείοι, οι αγαπημένοι, ανησυχούμε αν θα χωρέσουμε όλοι στην αυλή, ετοιμαζόμαστε για χορευτικά, η ξαδέρφη με το τσιφτετέλι, ο ξάδερφος έχει ξεσηκώσει κάτι φιγούρες στο ζεϊμπέκικο από έναν τύπο, ο νονός μου θα βάλει μεταμφίεση και θα σκάσουμε όλοι στα γέλια.
Έπιασε νευρικά το φάκελο. Ήξερε οτι περίμενε να λάβει κάτι αλλά δεν ήξερε τι. Και στην τελική, δε είχε και σημασία. Σημασία είχε ότι κρατούσε το φάκελο στα χέρια της. Επέστρεφε σο δωμάτιο της στο Ντελφτ, με τα ψώνια της εβδομάδας στα χέρια, όταν άνοιξε το γραμματοκιβώτιο και είδε κάτι να διαφέρει..κάτι που δεν έμοιαζε να έρχεται από τράπεζα.