Η μικρή Αλεξάνδρα φέτος μετακόμισε στην Ικαρία. Είναι τεσσάρων και μέχρι πριν κάποιους μήνες ζούσε μαζί με την οικογένεια της στην Αθήνα. Μετά από κάποιες δυσκολίες της πόλης ,αποφάσισαν να ζήσουν στο νησί. Στο όμορφο Καραβόσταμο ή καλύτερα στο όμορφο Καρακόσταμο όπως το έλεγε παλιότερα η Αλεξάνδρα.
Μια φορά και ένα καιρό οι κάτοικοι μιας γκρίζας και μονότονης κωμόπολης που δεν έχει σημασία πώς τη έλεγαν και πού ήταν, είχαν συνηθίσει να πλήττουν, τόσο πολύ που ούτε το καταλάβαιναν πια. Ξυπνούσαν χαράματα, έριχναν το πρωινό τους καύσιμο στις κούπες τους, μασουλούσαν λίγη τροφή και βάδιζαν ράθυμα για τις δουλειές τους.
Πάει καιρός που δοκίμασα να πετάξω. Κάτι παραπάνω από 4 μήνες πέρασαν και όλα γύρω μου τρέχουν δίχως να προλαβαίνω να τα επεξεργαστώ. Κάθε φορά που αποφάσιζα να γράψω, μία νέα σκέψη διέκοπτε την απογείωση... Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ξεχάσω να πετάω. Έχω πάψει να σκέφτομαι καθαρά και να μπορώ να διακρίνω τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο ενδιαφέρον και το κοινότυπο. Τελικά αποφάσισα να γράψω για το δεύτερο…
Η γυναίκα του τον παρακαλούσε ένα χρόνο σχεδόν. Από τότε που ήρθαν οι πρώτοι Ιταλοί στο νησί. Δεν τους είχε μείνει τίποτα πια. Μήτε σπόρος, μήτε ζωντανό. Είχε αρχίσει ο εφιάλτης της πείνας. Οι βάρκες έφευγαν γεμάτες κόσμο κάθε νύχτα που το φεγγάρι έλειπε από τον ουρανό ή είχε σκεπαστεί με βαριά σύννεφα. Όλοι οι συγγενείς είχαν φύγει από καιρό, τουλάχιστον οι πιο νέοι. Οι γειτόνοι το ίδιο.