Ήταν απ τις πρώτες καλοκαιρινές ημέρες και το απολάμβανα στο έπακρο αραχτή πάνω σ’ ένα μυρωδάτο πεύκο στο προαύλιο του σχολείου. Ζέστη και απόλυτη ησυχία. Μόνο το ζουζούνισμά μου ακουγόταν όταν πιασμένη αποφάσιζα ν’ αλλάξω θέση. Έκανα σπα.
Μέχρι τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα και μέσα απ ’αυτό το μικρό και χαριτωμένο σχολείο ξεχύθηκαν καμιά εικοσαριά πιτσιρίκια, από έξι μέχρι δώδεκα χρονών. Θεός φυλάξει! Θεριά ανήμερα, θρασύτατα και άθραυστα. Μου χάλασαν την ηρεμία. Χρησιμοποίησαν το πεύκο μου για «μάνα»… πέντε δέεκα, δεκαπέντε είικοσι.. Ύστερα έτρεχαν κυνηγώντας το ένα το άλλο, χάνονταν στο δάσος, κρυβόταν στα δέντρα και έτρεχαν πάλι. Σκόνταφταν και συνέχιζαν αμέσως χωρίς να δίνουν σημασία.
Μάγουλα κόκκινα ιδρωμένα, λαχανιασμένα στοματάκια, φωνές και τσακωμοί. Κλέβεις – δεν άγγιξες εμένα – τη μπλούζα – ήταν μαλλιά! Μου έφτυναν και το πεύκο που και που.
- Παιδιά τελείωσε το διάλειμμα, όλοι μέσα.
–Λίγο ακόμη, βρε κύριε! Εγώ βεν τα φύλαξα ακόμα!
Κι εκείνος… τα λυπόταν; Χαιρόταν τη λιακάδα; Πάντως αργούσε να τα μαζέψει, περνούσε ακόμα πολύ ώρα κι έπρεπε ένα-ένα να τα καλοπιάσει, να τα πάρει σχεδόν απ’ το χέρι.
Λίγο πριν μπουν όλοι μέσα, πέρασε ο παππούς της μικρής, μελισσοκόμος:
– Εγγόνα μου, να χεις το νου σου εδώ που παίζεις, αν ακούσεις φαηδόνες σε κανένα πεύκο να’ ρθεις να μου το πεις να τις χαλάσω, γιατί μου καταστρέφουνε τα σμάρια.
– Εντάξει πάππου! Βώσε μου και λίγα λεφτά.
– Μπράβο, κοπέλα μου!
- Εε παιβιάα, περιμένετε!
Τιιι; Εεε; Τι είπε; Βζζουουοουούνν.
η Φαηδόνα
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.
Ολόκληρη η πρώτη μνήμη Ικαρίας, εδώ.