Καλοκαιρινοί έρωτες

Ένα συνηθισμένο σκηνικό θα μου πεις. Καλοκαίρι, νησί, νέοι άνθρωποι. Έτσι το βλέπεις εσύ. Το ίδιο λέω κι εγώ. Γι’αυτούς όμως ήταν διαφορετικά.

Είχαν χορέψει στο πανυγήρι, είχαν μεθύσει στο μπαρ. Βουτήξαν στη θάλασσα το ξημέρωμα, την ώρα που τους αποχαιρετούσε το φεγγάρι και τους καλημέριζε ο ήλιος χέρι-χέρι. Και στο τέλος ερωτεύτηκαν στην άμμο...

Αντάλλαξαν και τηλέφωνα να βρεθούν πίσω στην πόλη και να ανταλλάξουν ακόμα μεγαλύτερες κουβέντες. Τα πράγματα όμως εκεί ήταν διαφορετικά. Έλειπε αυτή η αύρα και η ελευθερία του καλοκαιριού και το μυαλό τους φυλακίστηκε στα σίδερα των καθημερινών τους συνηθειών. Ο χειμώνας εισέβαλε απότομα και αυτοί ήταν πια μακρία ο ένας απ’τον άλλο για να τους ζεστάνει η αγκαλιά τους. Με την πρώτη φουρτούνα τα παράτησαν.

Πέρασαν οι μήνες, έλιωσαν τα χιόνια και ο κόσμος βγήκε απ’τα σπίτια με  φούστες και βερμούδες. Το καλοκαίρι ξανάρθε και οι δυό τους πάλι στο χωριό. Την είδε να κάθεται στο μόλο και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει. Δεν είχε ξεχάσει τα λυτά της μαλλιά, την άμμο που σαν καταρράκτης έλουζε. Το χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά στην καρδιά του και έτρεξε να της μιλήσει:
- Γειά σου! Τι κάνεις;
- Καλά είμαι, εσύ;

Ήθελε να της πει τα πάντα που δεν είχαν πει τόσο καιρό. Να της πει πως δεν σταμάτησε να την σκέφτεται, να της πει πόσο του έλειψε, αλλά σκέφτηκε πως  έιχαν χρόνο γι’αυτά.
- Είσαι μέρες εδώ;
- Ναι, αρκετές. Φεύγω αύριο...
- ...
- ... πάω να κάνω μια βουτιά. Τα λέμε σε λίγο.

Ήξερε πως δεν θα τα ξαναπούν. Το χαμόγελο του είχε εξαφανιστεί. Γύρισε και κοίταξε στο σημείο που είχαν κοιμηθεί αγκαλιά στην αμμουδιά. Είδε μόνο βράχια και νερό. Μαζί με την άμμο είχε χαθεί και ο έρωτας τους και η μόνη του παρηγοριά πλέον ήταν οι μνήμες και ο ήχος των κυμμάτων που πάφλαζε στο παλιό του γνώριμο τοπίο.

Κωνσταντίνος Τσώρης Καραπέτης
tsoriskostas@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.