Ο Χαραλάμπης δεν άντεχε τον πόνο. Ειδικά τον πόνο διαρκείας. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος κι ήθελε να παραμείνει έτσι. Ό,τι λοιπόν του χάλαγε το κέφι και τον μαράζωνε του ‘δινε μια και το πετούσε απ’ όξω…
Ήταν τα χρόνια εκείνα, αρχές του περασμένου αιώνα, ο πιο διάσημος «εξαγωγέας» του χωριού. Η ειδικότητά του ήταν οι εξαγωγές οδόντων... Έτσι κι αλλιώς αναλγητικά δεν υπήρχαν τότε, οδοντίατροι, ούτε με το κιάλι. Μόλις λοιπόν ένιωθε την πρώτη ενόχληση, δεν καθυστερούσε καθόλου. Ήξερε πολύ καλά ότι το δόντι που τον έκανε να χάνει το κέφι του κείνη τη μέρα, μόνο κι άλλο πόνο θα του πρόσφερε στο μέλλον. Πιο δυνατό, ανυπόφορο. Γιατρειά δε θα 'βρισκε.
Το μόνο που τον έσωνε ήταν το τσιγόνι, ένα είδος σπάγκου ιδιαίτερα ανθεκτικού που υπήρχε εκείνα τα χρόνια από κάνναβη επεξεργασμένη. Αποφασισμένος να απαλλαγεί από τη συμφορά του ενημέρωνε τους γειτόνους και ξεκινούσε την πάλη με το θεριό.
-Για ελάτε, να δείτε τι α του κάμω του ρημαδιασμένου…
Τα πάντα εξαρτιόταν από την αντοχή του οδόντος. Στην αρχή δοκίμαζε με τον πιο απλό τρόπο. Έδενε το δόντι με το τσιγόνι κι αρχινούσε να τραβά.
-Έλα, έλα, φώναζαν οι συχωριανοί σκασμένοι στα γέλια. Βρε, δος του, που να 'χει ανάθεμα…Τράβα το, βρε, τράβα το…
Μα έλα που πολλές φορές κείνο το άτιμο δεν ήταν έτοιμο για τον αποχωρισμό κι αντιστεκόταν... Παράλληλα εκδικούνταν με τον τρόπο του ύπουλα. Πόνος, πόνος αβάσταχτος...Ο Χαραλάμπης τρελαινόταν τότε κι έπαιρνε τα χωράφια. Οι γειτόνοι παρακολουθούσαν όρθιοι από την αυλή. Τα μικρά ήξεραν τη συνέχεια και μαζεύονταν τριγύρω του.
- Ο Χαραλάμπης ψάχνει βράχο… Βράχοοο, βράχοοο, φώναζαν κι έψαχναν κι αυτά να τον βοηθήσουν στην ανεύρεση της πιο βαριάς πέτρας.
Την έπαιρνε, έδενε τη μια άκρη του τσιγονιού σ' αυτήν, την άλλη άκρη στο «σκυλόδοντα». Παράλληλα μουρμουρούσε...
-Ανάθεμά σε, σκύλε, ήφτασε το τέλος σου…
Σήκωνε την πέτρα στο ύψος του προσώπου και χωρίς πολλή σκέψη την άφηνε να βροντήσει χάμω. Τα ποσοστά της επιτυχίας αυξάνονταν ανάμεσα στις ιαχές των πιτσιρικάδων κι ο Χαραλάμπης με ύφος θριάμβου, σήκωνε ψηλά τον «εγκληματία» οδόντα και γελούσε που κατάφερε να τον εξουδετερώσει.
Αλίμονο,όμως,οι εξελίξεις δεν ήταν πάντοτε θριαμβευτικές. Το δόντι κάποιες φορές δεν εγκατέλειπε τον εχθρό ούτε και μ' αυτό τον τρόπο με αποτέλεσμα ο Χαραλάμπης να πέφτει κατάχαμα και να «τρώει τα μούτρα του». Κι άλλος πόνος τότε από το πέσιμο κι άλλη πληγή από τον εγωισμό του που κείτονταν κι αυτός κατάχαμα καθώς τα δίχως έλεος μικρά ξεσπούσαν σε γέλια ασταμάτητα.
Άλλη λύση δεν έμενε πια, ήταν η ώρα για την τρίτη και φαρμακερή. Ή ταν ή επί τας. Ο Χαραλάμπης τίναζε από πάνω του το χώμα, ξέδενε την άκρη του τσιγονιού από την πέτρα και κατευθυνόταν προς το δέντρο στην άκρη της πεζούλας. Την έδενε στον πιο δυνατό κλώνο, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, τριγύρω το πλήθος με τα μικρά μπροστά-μπροστά, που ήξεραν καλά το επόμενο βήμα...
-Πέσεεε, πέσεεε, φώναζαν όλα μαζί.
Έπεφτε με αποφασιστικότητα στο κάτω πεζούλι.. Η επιτυχία σίγουρη. Ο οδόντας κρεμόταν από το δέντρο κι έμενε εκεί αιωρούμενος για μέρες με σκοπό τον παραδειγματισμό των εναπομεινάντων.
(Σε κείνο που δε μπορούσε να δείξει την ίδια αποφασιστικότητα ο Χαραλάμπης ήταν το στομάχι. Εφάρμοζε άλλη μέθοδο, όμως. Την απειλή. Όποτε άρχιζε τις ενοχλήσεις, όλο και πιο συχνές με το πέρασμα του χρόνου, ο «εξαγωγέας» έσκυβε το κεφάλι και του ψιθύριζε όλο νεύρα μπας και το κάμει να τον πάρει στα σοβαρά:
-'Αμε στο διάολο, να που α με χαλάσεις… Μα έχε το νου σου, γιατί άμα με χαλάσεις, στο διάολο α πας κι εσύ…
Ε, είναι και κάποιοι πόνοι που δε θα ξεριζωθούν ποτέ. Ας έχουν το νου τους...)
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.