Σαν το μετέωρο βήμα, που δεν γνωρίζεις πού θα προσγειωθεί. Σαν την τυφλή ανίχνευση μέσα στο σκοτάδι που προσμένει την αυγή για να γνωριστεί και να συστηθεί με το Άγνωστο. Η κάθε στιγμή ύφαινε την επόμενη στιγμή, χωρίς σχέδιο και πλάνο. Έτσι θυμάμαι την πρώτη μου γνωριμία με τη Νικαριά.
Αύγουστος 1975. Ταξίδι στο άγνωστο με το θρυλικό καράβι «Μιαούλης». Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού παρέμενε άγνωστη η διάρκειά του, τα λιμάνια που «δέναμε», ο τρόπος αποβίβασης….ανεμόσκαλα ή βάρκα; Μια μόνιμη απορία. Ένας προορισμός χωρίς παραμέτρους, γεμάτο αντιφάσεις. Ζωντανή περιπέτεια και εμείς κουρσάροι!
18 ώρες ταξίδι και…τελικά δέσαμε στον Εύδηλο χαράματα, ακροβατώντας πάνω σε μια ξύλινη τάβλα που γεφύρωνε το καράβι με το νησί, με κάμποσες αποσκευές, χωρίς μεταφορικό και μια μόνιμη απορία.
-Πού είναι το χωριό;
-Πώς θα φτάσουμε ως εκεί;
-Έχει νερό; ρεύμα; τηλέφωνο;
Η γιαγιά Στέλλα, το τιμόνι και γκουβέρνο της οικογένειας, φρόντισε για την προσωρινή διαμονή μας μέχρι να ξημερώσει σ’ ένα κατάλυμα του Χάμπα στον Εύδηλο. Παντού σκοτάδι. Στο δωμάτιο μια λάμπα λουξ και τα κουνούπια είχαν στήσει χορό βουίζοντας αναθεματισμένα.
Μόλις έφεξε καλά-καλά η μέρα και πήραν μπρος τα τζιτζίκια, η γιαγιά μας ξύπνησε κρατώντας ένα πιάτο γεμάτο μεγάλα πράσινα σύκα.
-Ελάτε, σηκωθείτε να φάτε καριώτικα συκαλάκια!
Αυτό ήταν. Ξεφλούδισα αργά και σχολαστικά το σύκο ώσπου κύλησε το πρώτο δακρύγαλο στον αντίχειρά μου. Μια γλυκιά φαγουρίτσα. Έφερα το σύκο κοντά στο στόμα μου για να το μυρίσω. Μέθυσα από το άρωμά του. Η γεύση του παράδεισος, μέλι και θάλασσα, θυμάρι και σπάρτο ανθισμένο, ήλιος, κρασί και αλμύρα, μια γλυκιά αύρα και ένα βιολάκι που έπαιζε ένα μοναχικό σκοπό στο βάθος…
Ένας καρπός, ένα νησί…η Νικαριά μου.
Στέλλα Κυριακού
thejackalsk@gmail.com
Υ.Γ. Αφιερωμένο στην γιαγιά μου, Στέλλα, που μου έμαθε να ανοίγω δρόμους προς το άγνωστο.
Διάβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Στέλλας Κυριακού.
Ολόκληρη η πρώτη μνήμη Ικαρίας, εδώ.