Το φυλάκι

Πω πω…. τι μου θυμίσατε τώρα! Η πρώτη μνήμη μου, μάλλον ήρθε ετεροχρονισμένα ….και σίγουρα με την βοήθεια της μητέρας και της γιαγιάς μου (καλά ‘ναι και οι δυο τους).

Όταν άρχισαν να καταγράφονται οι πρώτες μνήμες στο μυαλό μου, ήμουν μεγάλος πια, τεράστιος, γίγαντας… ερχόμουν στην Ικαρία καλοκαίρια και Πάσχα… και πάντα μου έκαναν εντύπωση οι μυρουδιές…. «ηδούλεβγεν η όσφρησην» …. όταν το πλοίο (Μιμίκα, Κανάρης, Αιγαίον) έπιανε για τα καλά τον Πάπα, είτε πήγαινε Αρμενιστή είτε Καρκινάγρι (τότε τα πλοία έπιαναν αρόδου και ερχόντουσαν οι βάρκες να μας πάρουν, τι καταπληκτική εμπειρία.

Εμείς να τρελαινόμαστε στο γέλιο και οι μεγάλοι μέσα στην αγωνία να χάνουν βαλίτσες, κοφίνια, να ψιλοτραυματίζονται…) τέλος πάντων και αυτά μνήμες είναι… Λοιπόν, αραχτός στην κουπαστή του πλοίου έκλεινα τα μάτια και οι άνεμοι μάς έστελναν τις μυρουδιές του τόπου μας, ανακατεμένη θυμαριαναμασπαρτoακισαρελουλουδιασιταρικριθαροκατσικίλα, ανάλογα την εποχή και την κατεύθυνση των ανέμων, βεβαίως.

Όμως, αυτό που μου έκανε εντύπωση όταν ερχόταν στο σπίτι τους ο παππούς ο Γιωργάκης στις Καρές ή η γιαγιά η Χαραλάμπα στον Κάλαμο, μου ‘ρχόταν πολύ έντονα η μυρωδιά από το φυλάκι τους… και πάντα κάτι μου θύμιζε, «κάπου καλά την ξέρω αυτή την μυρωδιά»….το έλεγα στην γιαγιά και αυτή πάντα γελούσε.

Και μια φορά, μετά από κάμποσες επαναλήψεις της παραπάνω φράσης, μου λέει η γιαγιά: «βρε Γιωργάκι, όταν ήσουν περίπου 1,5 χρονώ, η μητέρα σου είχε μια δεύτερη αλλά δύσκολη εγκυμοσύνη με την αδερφή σου και έτσι σε ήφεραν εδωνά (στον Κάλαμο), εγώ ηπήαινα στα ζώα, στους κήπους και δεν ημπορούσα να σε ηφήνω μόνο σου, γι αυτό, σε ήβαζα στο φυλάκι και σε ήπερνα μαζί μου, ίσα ίσα εξήπερε το κεφάλι σου και από τότε ….(γέλια) όπου ήβρησκες φυλάκι ηπήγενες να μπεις μέσα …για την βόρτα σου …(και δώστου τα γέλια)».

Όταν μεγάλος πια, αντί για βούργια, πήρα ένα φυλάκι μαζί μου (να βάζω τα πράγματα μου μέσα και ίσως για να εντυπωσιάζω) στην Αθήνα, το έβαζα στην πλάτη, καβάλαγα την μηχανή και πήγαινα στις βόρτες μου… σχεδόν πάντα αισθανόμουν τις ματιές των οδηγών ή επιβατών των άλλων οχημάτων, άλλοι γελούσαν, άλλοι ρωτούσαν όπου με προλάβαιναν και άλλοι με φώναζαν εγκληματία ή όρθιο γαϊδούρι, όπου με προλάβαιναν…

Άλλοι καιροί, άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι… μα εγώ πάντα ηγελούσα. Σας ευχαριστώ…. για «όλες τις μυρουδιές»…

Γιώργος Βιτσαράς
gvitsaras@hol.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιώργου Βιτσαρά.

ikariastore banner