Αραουρακάρια*: κωνοφόρο αειθαλές δέντρο, ενδιαιτήματος Νέας Καληδονίας, Νέας Γουινέας, Αυστραλίας, Χιλής και νότιας Βραζιλίας.
Ολοσδιόλου αιφνίδια στη δεκαετία του ’90, την εποχή που η ξιπασιά και η μιζέρια συναγωνίζονταν τη μεγαλομανία και το νεοπλουτισμό, εμφανίζονται μύριες γλάστρες αραουρακάριων ανά την Ελλάδα και με το αγενές πρόσχημα ότι οι αραουρακάριες έχουν μια κάποια ομοιότητα με τα έλατα**, τίμησαν τα πατροπαράδοτα Χριστούγεννα με λαμπάκια και ποπ κορδέλες, φυτεύτηκαν δε ασυζητητί στους περιβόλους των σπιτιών μας και έκτοτε θαυμάζουμε το μεγαλείο του ύψους τους και την ανάπτυξή τους.
Στην Ικαρία λοιπόν, που φυσικά δεν εξαιρέθηκε από τα αισθητικά γίγνεσθαι της Ελλάδας του 90, οι αραουρακάριες εξαπλώθηκαν με ρυθμούς επιδημίας. Για το σκοπό αυτό, ανακαινίστηκαν κήποι και αυλές για να τις υποδεχτούν, σε πολλές περιπτώσεις ξηλώθηκαν λεμονιές, πορτοκαλιές, ελιές και αμυγδαλιές, δέντρα που πάντοτε υπήρχαν στη ζωή μας αλλά η τάση επέβαλλε κάτι το Ωκεάνιο, κάτι το νοτιοαμερικάνικο, κάτι το μοδάτο.
Είναι τρομακτικό, αλλά αν προσεκτικά κοιτάξουμε τα χωριά μας από μακριά (έχοντας στις περισσότερες φορές και το πλεονέκτημα της αμφιθεατρικότητας), καταλαβαίνουμε αμέσως την εξάπλωσή τους. Και είναι άλλο τόσο τρομακτικό, το μένος του Νεοικαριώτη να καταπολεμήσει άμεσα σαν ζιζάνιο μια αυτόφυτη σαρταλουριά (η άγρια βάση των πυρηνόκαρπων που με το κατάλληλο μπόλιασμα διαμορφώνεται όπως ο εμβολιαστής ορίζει), να αγοράζει σύκα, κάστανα και λεμόνια από τα σούπερ μάρκετ για να κοσμούν στις αυλές του, δέντρα άσχετα της βιοποικιλότητάς μας.
Στην παράδοση της Ικαρίας, ο πατέρας κάθε νεογέννητης κόρης φύτευε ένα κυπαρίσσι. Όταν η κόρη θα έφτανε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας θα έκοβε ένα ώριμο κυπαρίσσι για ξόνι και καταχύματα (η ξυλεία της χυτής στέγης) του καινούριου σπιτικού. Η παράδοση αυτή εγκαταλείφθηκε μοιραία για δυο λόγους: ο εύλογος προφανής λόγος είναι η εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας παραδοσιακότητας της δόμησης στη νέα δομική αλληλουχία τσιμεντόλιθου - σοβά - γύψου – ποτροκαλί ή καναρινί ή πετρόλ εξωτερικών τοιχωμάτων - και φυσικά επίπεδης εμφανούς μπετόν στέγης με σιδερένιες αναμονές (για να υπάρχει και αέρας προσθήκης καθ’ ύψος -πανωσηκώματος- άμα λάχει και η κόρη πλουτίσει). Ο δεύτερος αφανέστερος (για μένα σημαντικότερος) λόγος είναι η μεταστροφή των αειφόρων συναισθημάτων σε βραχυπρόθεσμων. Στην εποχή μας δηλαδή, περισσότερο μας ενδιαφέρει ο τρόπος που θα ομορφύνουμε τις ζωές μας, τα Χριστούγεννά μας και το σπιτογύρι μας από αυτό που θέλουμε να αφήσουμε σαν άυλη κληρονομιά στους επόμενους.
Αργότερα ήρθανε και ξένοι στα χωριά μας, αγοράσανε γη, και εκεί που νόμιζαμε ότι θα έφερναν μαζί τους προκάτ τροχοβίλες, σεφλέρες, λιγκούστρα, συντριβανάκια και φωτεινά μανιτάρια, ανακαίνισαν τα χαμόσπιτα με πέτρα, έβαλαν πλάκες στις στέγες, στόλισαν στις γλάστρες τους σκουλαρίκια, ζιράνια και βοκαμβίλιες και φύτεψαν χαρουπιές, πορτοκαλιές και καρυδιές, προσπαθώντας τα σπίτια τους να μοιάσουν στον παραδοσιακό μας οικισμό και να μας κάνουν να αισθανόμαστε περισσότερο γελοίοι και παράταιροι των ηθών μας.
Και η αραουραΙκάρια, είναι για μένα η μυτερή γωνία του ειδώλου αυτής της εικόνας: δέντρα άσχετα που προσαρμόστηκαν στο περιβάλλον απροσάρμοστων ανθρώπων. Οικιστές αυτού του τόπου, κακέκτυπα μιας κοινωνίας που σβήνει και εμείς θέλουμε να την ανάψουμε με λάθος φλόγα.
Νικόλας Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com
*Με σκοπό και μόνο να γίνει ευπώλητη στα ανθοπωλεία της χώρας μας, η αραουρακάρια υπέστη τη σύνθλιψη του ξενικού ονόματός της σε αροκάρια.
**ουδεμία ομοιότητα, είναι απλά δυο διαφορετικά είδη κωνοφόρων, όπως η βερικοκιά και η κορομηλιά είναι δυο διαφορετικά είδη πυρηνόκαρπων.
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κουντούπη.