Το Αθηνιωτάκι

Η απόφαση να μετακομίσω από την Αθήνα στην Ικαρία δεν ήταν δική μου και, το βασικότερο, δεν με έβρισκε σύμφωνη. Πολύ λογικό, αν υπολογίσει κανείς πως ήμουν δεκαέξι Μαΐων (Απριλίων για την ακρίβεια), και ποιός είναι αυτός που θέλει στα δεκαέξι να αφήσει ένα ωραιότατο δυτικό προάστιο των Αθηνών πενήντα πέντε τότε χιλιάδων κατοίκων, και να εγκατασταθεί σε ένα ημιορεινό χωριό της βορείου Ικαρίας τριανταπέντε μόνιμων κατοίκων το πολύ;

Ήταν απόφαση γονέων, από αυτές που χωνεύεις με πολλή σόδα και ανταποδίδεις με πολλά μούτρα και με μία υπόσχεση-όρκο που λέει πως "Θα μου το πληρώσετε αυτό κάποτε". Παρηγοριόμουν σκεπτόμενη πως δύο χρόνια θα κρατούσε μόνο το μαρτύριό μου και πως μετά θα γυρνούσα επιτέλους εκεί που άνηκα, στα στέκια, στις παρέες, στα μαγαζιά γεμάτα κόσμο και στους υπέροχους δρόμους με κίνηση.

Την πρώτη μέρα στο ικαριώτικο λύκειο θα την έβρισκα πραγματικά αστειότατη, αν δεν είχα αυτή την τραγική ψυχολογία του εφήβου, υπεύθυνη για ότι καταστροφικό και υπερβολικό σκεπτόμαστε σε αυτη την περίοδο της ζωής μας. Δεν ήξερα αν ένιωθα σαν λύκος μέσα στα πρόβατα ή σαν πρόβατο μέσα στους λύκους. Η αίσθηση άλλαζε σε δευτερόλεπτα, με κάθε ματιά και κάθε ύφος. Εγώ φορούσα παντελόνι μπλέ με τεράστια καμπάνα και ένα πράσινο βατραχο κεντημένο στο ένα πατζάκι, παπούτσια vans δίσολα με φωσφοριζέ κορδόνια, είχα κόκκινο καρα-ισιωμένο μαλλί και eyeliner μεχρι το αυτί.Κάποιος μου φώναξε "ε, σε λένε το κορίτσι του Μάη;"

Και αυτοί; Και αυτοί φορούσαν σετ-φόρμας αγνωστης μάρκας και παππούτσια περασμένης σεζόν, και αυτές δεν είχαν βγάλει τα φρύδια τους!

Πέρασαν μερικές μέρες που, λόγω της κακιασμένης εσωστρέφιας μου, αδυνατούσα να καταλάβω το ανεπανάλληπτο και μοναδικό στο είδος του ικαριώτικο χιούμορ, μέχρι που στο σχόλασμα ακούστηκε το πρώτο "ά'ρτεις;"
- Τι;
- Α'ρτεις κάτω ;
-Που κάτω;
-Στην πλατεία.
-Δε ξέρω.
-Ρε ά'ρτεις κάτω να πιούμε κανά καφέ ή θα κάθεσαι εδωνά μονάχη σου να σμάσε*;

Και πήγα. Και μέρα με τη μέρα τους γνώριζα όλους. Μέχρι και τους πιο λιγομίλητους. Και όλοι είχαν κάτι αστείο να σου πουν, ένα ξεκαρδιστικό σχόλιο για ό,τι συνέβαινε, ένα λογοπαίγνιο με καριώτικο ιδίωμα, μια πανέξυπνη ατάκα, μια αθώα ειρωνία. Μα και πρόθεση να ακούσουν είχαν. Να ακούσουν ό,τι είχες να τους πεις και να σε βοηθήσουν, κυρίως να σε βοηθήσουν. Γιατί ήταν όλοι για έναν και ένας για όλους. Τόσο απλά και τόσο κοινότοπα. Και έγιναν και για μένα και έγινα και για αυτούς. Και τελικά ήταν τα καλύτερα άτομα που έχω γνωρίσει. Κι έγιναν φίλοι και κουμπάροι, κι έγιναν απαραίτητοι.

Γελούσα όμως πιο πολύ, και γελάω ακόμα, όταν σχολιάζουν εμένα, είναι πραγματικά υπέροχο! Μα το πιο υπέροχο, και θα τους ευχαριστώ μια ζωή για αυτό, είναι το ότι έκαναν ένα "ψωνισμένο Αθηνιωτάκι", που δεν γούσταρε καθόλου την αλλαγή περιβάλοντος που είχε υποστεί, να αγαπήσει τον κόσμο και τον τόπο αυτόν τόσο πολύ. Τόσο δε, που τα πνευμόνια της αρνούνται να επεξεργαστούν τον αέρα αλλουνού τόπου για περισσότερο απο μια βδομάδα.

Θεοδοσία Καρίμαλη
theodosia1983@yahoo.com

*σμάσε = βαριέσαι, δεν ξέρεις τι να κάνεις, χασομεράς.

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Θεοδοσίας Καρίμαλη.

ikariastore banner