Εκείνη που ερωτεύθηκε Ικαριώτη #IstoriesErota

- Δεν τον θέλω αυτόν, είναι ναυτικός! Ούτε τον γιο του γείτονα, τον ξέρω απο τόσο δα.
- Και ποιον θέλεις, βρε Λούλα;
- Ε τι να σας πω, βρείτε μου έναν ψηλό και όμορφο. Έναν ψηλό και όμορφο θέλω!

Η γιαγιά μου η Θεοδοσία (Λούλα),με γονείς απο την Πόλη, μεγάλωσε στην Ερέτρια, οπού εδωσε το κράτος οικόπεδα σε πολλούς πρόσφυγες. Μετά τα είκοσί της, ο πατέρας της άρχισε να της προτείνει για γαμπρούς διάφορα παλικάρια της γειτονιάς ή του ευρύτερου κύκλου της οικογένειας, και είχε πει σε εκείνη που ήταν η μεγαλύτερη, αλλά και στις δυο μικρότερες αδερφές της, πως θα τους προτείνει ή θα τους συστήνει κάποιους που πρωτα αυτός θα είχε εγκρίνει φυσικά αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα τους πιέσει να πάρουν κάποιον που δεν θα θέλουν.

Στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα όλη η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα για να δουλέψουν. Ηταν όλοι οικοδόμοι, ο πατέρας της και τα δύο μεγάλα αδερφια της, και εκμεταλλεύτηκαν την οικοδομική έξαρση της εποχής εκείνης. Και έτσι ξεκίνησε και στην Αθήνα η αναζήτηση γαμπρών.

Τέλος πάντων, η γιαγιά μου δεν ήταν πολύ εύκολη μα ούτε και ολιγαρκής στα γούστα της. Δεν τον ήθελε ναυτικό, δεν ηθελε να έχουν μεγαλώσει μαζί και να γνωρίζονται χρόνια, δεν ήθελε συνομήλικο μα ούτε και πολύ πιο μεγάλο και κατηγορηματικά όχι μικρότερο. Και οπωσδήποτε δεν έπρεπε να είναι πότης, τεμπέλης, άσχημος και κοντός.

Εκείνη ηταν κάπως παχουλή, μέσα στα επιθυμητά πλαίσια της εποχής, αρκετά συμπαθητική και αναμφισβήτητα κοντή. Γι' αυτό και όλοι απορούσαν με την αξίωση της για ψηλό και όμορφο άντρα, και πίστευαν πως το πιο πιθανό είναι να μείνει γεροντοκόρη.

Κάποια φορά, ο πατέρας της σε μία οικοδομή που δούλευε εργολαβία, παρατήρησε ανάμεσα στους εργάτες ένα ψηλό και όμορφο παλικάρι. Η κόρη του είχε φτάσει κιόλας τα εικοσιπέντε χρόνια και δεν τον έπαιρνε να χάνει τις ευκαιρίες. Σκέφτηκε πως μόλις θα τελείωνε το μεροκάματο, θα του έπιανε την κουβέντα.

Όμως πριν σχολάσει το συνεργείο, εκείνος ο νεαρός εργάτης ήρθε και τον ρώτησε:
- Γεια σου μάστορα, να σε ρωτήσω κάτι;
- Να με ρωτήσεις.
- Μπορείς να μου κανείς την χάρη να δουλεύω εδώ δίπλα σου και να σε βοηθάω για να μάθω τη δουλεια καλά και να γίνω σαν κι εσενα;
- Πώς σε λένε εσένα, πόσο χρονών εισαι κι από πού κρατάς;
- Βαγγέλη με λένε, μάστορα. Είιμαι 29 και είμαι από την Ικαρία!
- Απο την Ικαρία ε; Σε υπόσχομαι πως θα το κάμω Βαγγέλη, αλλά θα με κάνεις κι εσύ μια χάρη. Θελω να γνωρίσεις την κόρη μου. Κι αν σε αρέσει, καλώς. Εάν δεν σε αρεσει, εγώ και πάλι θα σε μάθω την τέχνη μου.
- Κι αν δεν αρεσω εγώ σε κείνη μάστορα;
- Ε δεν μπορεί;  Νομίζω πως τώρα το πέτυχα.

Το ραντεβού κλείσθηκε στο ζαχαροπλαστείο ΝΕΟΝ και το σχέδιο ηταν το εξής, εκείνη θα καθότανε ήδη με τον αδερφό της, τον οποίο γνώριζε ο ικαριωτης Βαγγέλης απο την οικοδομή. Εκείνος θα έμπαινε μέσα στο μαγαζί, θα την έβλεπε και αν η πρώτη εντύπωση ηταν καλή θα πρότεινε να κεράσει γλυκό και εκείνη θα απαντούσε θετικά μόνο εάν θα της άρεσε. Αν δεν της άρεσε θα έλεγε "ευχαριστούμε αλλά φευγαμε".

Μόλις μπήκε στο μαγαζί ο Βαγγέλης, η Θεοδοσία είπε στον αδερφό της πολύ ταραγμένη και με καθυστερημένη αυτογνωσία:
- Καλέ αυτός θα παρει εμένα; Αυτος είναι κούκλος! Καλέ θα φύγει δε θα κάτσει. Κι αν δε φύγει αυτός, φεύγω εγώ τώρα...
Και ο αδερφός της απάντησε νευριασμενος:
- Σκάσε Λούλα, ψηλό και όμορφο δεν ήθελες; Να που στον βρήκε ο μπαμπάς. Δεν πας πουθενά!

Κι εκείνος έκατσε και κέρασε, και το κέρασμα το δέχθηκε, ομολογουμένως με κάποια καθυστέρηση, η απαιτητική Θεοδοσία, και ξανασυναντήθηκαν, και αγαπήθηκαν, και παντρεύτηκαν και παιδιά έκαναν. Και γνωρισε όλη την Ικαρία κοντά του, ειδικα όταν εκείνος έγινε πρόεδρος της Πανικαριακής Αδελφότητας. Και να οι χοροί, οι συγκεντρώσεις, τα ικαριώτικα γλέντια και τα τραπεζώματα. Σκεφτόταν πως ίσως να έχει παντρευτει τον πιο ομορφο, έξυπνο, κιμπάρη, ανθρωπιστή και φιλάνθρωπο Ικαριωτη. Έτσι τον έβλεπε, και ίσως και έτσι να ήταν τελικά.

Στην Ικαρία κατέβαιναν και την αγάπησε όλο το χωριό και ακόμα παραπέρα. Αγάπησε τα πεθερικά της, τον τρύγο, τα σταφύλια, τη μουσταλευριά, τα ξερά σύκα και τις σταφίδες. Απο Ιούλιο έως και Οκτώβριο κάθονταν στο νησί. Απο την αγάπη που της είχε, μεχρι και το σπίτι που έχτισε στο χωριό, το ονόμασε Θεοδοσία, γράφοντας το πάνω σε μια μαρμάρινη πλάκα, που στέκει μεχρι και σήμερα στην είσοδο του.

Και είχαν όνειρο όταν θα πάρουν τη σύνταξη, να κατέβουν μόνιμα να φτιάξουν ένα οινοποιείο. Αλλά δεν έγινε έτσι. Γιατί αρκετά νωρίς τούς χτύπησε την πόρτα ο καρκίνος, έκατσε εννιά μόλις μήνες, και όταν έφυγε πήρε μαζί του και τον Βαγγέλη ο οποίος δεν πρόλαβει να δει ούτε ενα απο τα εφτά εγγόνια που επρόκειτο να αποκτήσει κι εκείνη την άφησε χήρα 52 χρόνων.

Εκείνη σταθηκε δυνατή, σπούδασε τα παιδιά της και μετά μεγάλωσε τα εγγόνια της. Δεν σταμάτησε ποτέ να κατεβαίνει Ικαρία και έκανε τις ίδιες δουλειές που θα έκανε με εκείνον, την ίδια περίοδο, με τον ιδιο ζήλο.  Και το οινοποιείο έγινε..... μάντεψε από ποιον! Από τον γιο τους!
Όταν κι εκείνη έφυγε πριν λίγο καιρό, εδώ την κρατήσαμε, καριωτινα είχε γίνει πια.

Και όταν κάποτε τη ρώτησε, γιατί είχε καθυστερήσει να δώσει απάντηση στο συνθηματικό κέρασμα στο "ΝΈΟΝ", εκείνη απάντησε:
"Θόλωσα, βρε χαζέ, από την ομορφιά σου και δεν μου έβγαιναν τα λόγια."

Θεοδοσία Καρίμαλη
theodosia1983@yahoo.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Θεοδοσίας Καρίμαλη.

ikariastore banner