Τραβούσε τον κλώνο, έκοβε το σύκο βιαστικά κι ύστερα έπιανε ν’ αλείφει με την ακρούλα του το πονεμένο δέρμα. Έβγαινε το συκόγαλο δροσάτο και την ανακούφιζε από το τσίμπημα. Μα χρόνια μετά, κοτζάμ γυναίκα ήτανε και ντράπηκε. Ήτανε και νύχτα κι όσο να ‘ναι -όση πανσέληνο και να ‘χει- δεν τα βρίσκεις τα σύκα, πανάθεμά τα. Άσε που ‘τανε και στα τέλη Αυγούστου κι είχαν αποκάμει. Τα πιότερα κείτονταν ήδη ξερά στις πέτρες.
Και πήρε εκείνη για γιάτρεμα το στυλό που ‘χε στ’ αμάξι κι ένα χαρτί από απόδειξη σούπερ μάρκετ. Και τι να γράψει, κοτζάμ γυναίκα ήτανε πια... Έπιασε πάλι κι έγραφε για τα καλοκαιρινά βράδια και για τους φίλους που σύντομα θ’ αποχωριζόταν. Κι ύστερα με το φως από το φακουδάκι της τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε.
Κι ήτανε χιλιοειπωμένα όλα.
Το ‘σκισε το χαρτάκι αργά αργά και το πέταξε από το παράθυρο. Άνοιξε την πόρτα και περπάτησε. Παραλίγο να σκοτωθεί ανάμεσα στις πέτρες, αλλά κράτησε την ισορροπία της. Πήγε κι ηύρε τα χέρια του. Που ‘τανε δροσάτα σα συκόγαλο. Κι έτσι πέρασε και λίγο ο πόνος.
Τον πήρε από το χέρι, που λέτε, η Νικαριά το Χειμώνα κι ανέβηκαν στο βράχο αντάμα. Εκείνη για να γιατρευτεί από το τσίμπημα του καλοκαιριού της κι εκείνος για να της πει, κάποια στιγμή που θα ξεθάρρευε, πως είναι όμορφη και τις χειμωνιάτικες νύχτες...
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις απο της Δέσποινας Σιμάκη.