Πριν από λίγο καιρό έκανα μια λίστα με τις προτεραιότητές μου. Δηλαδή, πράγματα που ήθελα να κάνω στο άμεσο χρονικό διάστημα. Σε αυτή τη λίστα υπήρχαν οι φράσεις «sky-diving» και «μάζεμα ελιών στην Ικαρία». Για διάφορους λόγους, έχω ένα μυστήριο ταλέντο στο να αναβάλω την εκτέλεση των αποφάσεών μου. Αλλά αυτό το καλοκαίρι έκανα μια δήλωση ενώπιον όλων στην πλατεία, ότι θα είμαι πίσω για τις ελιές. Μεγάλα χαμόγελα ήταν οι απαντήσεις και φαινόταν ότι κανείς δεν πίστευε ότι θα εγκαταλείψω την πόλη μου, ότι θα έρθω, χειμωνιάτικα, στην Ικαρία για να πάω στις ελιές. Και ίσως να είχαν δίκιο, αν δεν έπαιρνα το μήνυμα του Λευτέρη, ενος καλού φίλου, που μου μίλησε για τις δυσκολίες με τη συγκομιδή της ελιών.
Ο ίδιος είχε περάσει ήδη 2 εβδομάδες στα χωράφια του. Η δουλειά φαινόταν να μην έχει τέλος. Ήταν σαν ξυπνητήρι για μένα, η κλήση που περίμενα εδώ και καιρό. Είχα κολλήσει στη δουλειά μου, είχα βαρύ φόρτο εργασίας. Τα Χριστούγεννα πλησιάζαν με όλη την φασαρία και το θόρυβο που τα συνοδεύει. Χρειαζόμουν μια διαφυγή και η ιδέα να πάω για τις ελιές φαινόταν σαν μια τέλεια στρατηγική εξόδου. Έτσι, έκλεισα τα εισιτήριά μου και μερικές μέρες αργότερα προσγειώθηκα σ' έναν διαφορετικό κόσμο.
Οταν έφτασα στην Ικαρία, το νησί ήταν ακόμα κάτω από ένα καταγάλανο ουρανό, με θερμοκρασίες ανοιξιάτικες και τα χωριά ήταν ήσυχα. Ούτε μόνιμα «Jingle Bells» ούτε «last Christmas I gave you my heart» να σου παίρνουν τ'αυτιά. Αντ' αυτών, ο χειμωνιάτικος ρυθμός των χωριών με το συνηθισμένο πήγαινελα των ανθρώπων στο χωριό ή στα χωράφια. Νωρίς το πρωί οι γέροι, τυλιγμένοι σε παλιά πουλόβερ, σακάκια και καπέλα, έπιναν τους καφέδες τους κοντά το τζάκι προτού κατευθυνθούν στα χωράφια τους. Απ' όσο μπορούσα να καταλάβω, οι περισσότερες από τις συνομιλίες τους ήταν σχετικές με τα αποτελέσματα της συγκομιδής του καρπού. Φαινόταν ότι ήταν μια καλή χρονιά για τους περισσότερους απ' αυτούς. Μερικοί ήταν έκπληκτοι που με έβλεπαν, αλλά μου χαμογελούσαν: «Ωστε έτσι, πραγματικά ήρθες πίσω για τις ελιές; Μπράβο σου.»
Λίγες ώρες μετά, αφού άνοιξα και φρεσκάρισα το σπίτι μου, τηλεφώνησα στον Λευτέρη για να τον ενημερώσω ότι τα χέρια μου ήταν έτοιμα να δουλέψουν στα ελαιόδεντρα. Νομίζω ότι προβληματίστηκε λίγο με την απόφασή μου και μου πρόσφερε μια ευρεία ποικιλία από δικαιολογίες για να μην πάω στα χωράφια.
Η πρώτη ημέρα ήταν η ονομαστική του εορτή - μια τέλεια ευκαιρία για μια μέρα αργίας, να γιορτάσουμε με τους φίλους και την οικογένεια. Αντί να πάμε στις ελιές, τον βοήθησα στην προετοιμασία της γιορτής και περάσαμε πολύ ωραία με άφθονο φαγητό και κρασί. Την επόμενη μέρα σηκώθηκα νωρίς, και τηλεφώνησα στον φίλο μου στις 8 π.μ. ρωτώντας: «Πότε αρχίζουμε; Πού πρέπει να έρθω;» Η απάντηση του Λευτέρη ήταν διστακτική: «Μπορεί να βρέξει σήμερα. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να έρθεις;» Αυτές οι ερωτήσεις με μπέρδεψαν λίγο -αλήθεια, γιατί να πάω;- αλλά, επειδή είμαι πεισματάρα, αγνόησα τις σκέψεις αυτές και ζήτησα οδηγίες για το δρόμο προς το χωράφι.
Λίγο αργότερα βρέθηκα ανάμεσα σε περίπου 50 ελαιόδεντρα. Από μερικά είχαν ήδη μαζέψει τις ελιές και τις είχαν όμορφα συσκευάσει σε μεγάλους σάκους, προκειμένου να μεταφερθούν στο ελαιοτριβείο. Κάτω από μερικά άλλα δέντρα ο Λευτέρης είχε ήδη απλώσει τα απαραίτητα πράσινα δίχτυα. Έβαλε ένα μικρό κίτρινο πιρούνι στο χέρι μου και με τις λέξεις: «Έχω ετοιμάσει ένα δέντρο για σένα» με οδήγησε σε μια ελιά. Ανάμεσα σε όλα τα άλλα δέντρα, αυτό το δέντρο φαινόταν σαν «μωρό» όπως ήταν μικρούτσικο, με εύκολη πρόσβαση για τους καρπούς. Ο Λευτέρης μού έκανε μια σύντομη εισαγωγή, πώς να «χτενίζω» τις ελιές. Κάτω από τα προσεκτικά μάτια του, έκανα τις πρώτες μου δοκιμές, προσπαθώντας με αγωνία να βρουν οι ελιές το δρόμο τους στο δίχτυ και να μη χορεύουν γύρω από αυτό. Μετά από κάποιες διορθώσεις του «χτενίσματος» και κάποιες οδηγίες πώς να τακτοποιώ το δίχτυ, ο Λευτέρης με άφησε μόνη μου, συνεχίζοντας το έργο του κάτω από τ’ άλλα δέντρα.
Ετσι λοιπόν, ιδού εγώ, κάτω από ένα δέντρο ελιάς, προσπαθώντας να βρω τον καλύτερο τρόπο για να «χτενίσω» τα κλαδιά. Την ίδια στιγμή προσπαθούσα να προσέξω να μην πατάω τις ελιές που έπεφταν μέσα στο δίχτυ. Από μακριά φαινόμουν σαν να εφεύρισκα ένα νέο άθλημα: ένα μίγμα χορευτικών βημάτων, κινήσεων γιόγκα και απλώματος των χεριών στον αέρα όπως στην αναρρίχηση, ενώ τα πόδια μου έψαχναν για μια σταθερή θέση πάνω στα βράχια. Χωρίς να τον κοιτάζω ήξερα ότι ο Λευτέρης με παρακολουθούσε. Μετά από λίγο, είχα βρει τον ρυθμό μου.
Χαλάρωσα. Συγκεντρώθηκα μόνο στις ελιές, πού να τις βρω στα κλαδιά και πώς να τις πάρω. Οι κινήσεις μου έγιναν αυτόματες και αυτό ήταν ανακούφιση για το σώμα μου. Ευαισθητοποιήθηκαν όλες μου οι αισθήσεις: η χειμωνιάτικη μυρωδιά της γης, της ελιάς, του καπνού των τζακιών από τα κοντινά σπίτια, οι φωνές των ανθρώπων από τα γύρω χωράφια. Δε μπορούσα να τους δω, αλλά οι δυνατές φωνές τους πότε πότε, ήταν το σημάδι ότι κι άλλοι ήταν ακόμα τριγύρω. Μετά από λίγο έχασα τον χρόνο και τον χώρο... ίσως αυτά ήταν τα καλύτερα μαθήματα αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού που θα μπορούσα να έχω ποτέ. Αναγνώρισα την ομορφιά των διαφόρων χρωμάτων της ελιάς και των σχημάτων των δέντρων. Θυμήθηκα τις αρχαίες ιστορίες που έχω ακούσει σχετικά με την ελιά και το πόσο ήταν πολύτιμο δώρο των θεών στους ανθρώπους και τελικά μπόρεσα να καταλάβω τη σημασία όλων αυτών, όχι μόνο με το μυαλό μου, αλλά και με όλες τις αισθήσεις μου και την καρδιά μου.
Στο τέλος της πρώτης ημέρας, τα αποτελέσματά μου από τη συγκομιδή δεν ήταν πραγματικά ικανοποιητικά. Νομίζω ότι ήμουν πάρα πολύ αργή και πάρα πολύ ακριβής στο μάζεμα της ελιάς με τα δάχτυλά μου από τα ψηλότερα κλαδιά. Αλλά ο Λευτέρης μού έκλεισε το μάτι και μου είπε: «Αύριο είναι μια άλλη μέρα».
Και πράγματι, το επόμενο πρωί, η ίδια διαδικασία. Εμφανίστηκα στο χωράφι από 9 το πρωϊ έχοντας πρώτα πιεί τον καφέ μου με τον Λευτέρη και μερικούς από τους φίλους του που ήρθαν να βοηθήσουν. Αργότερα, γονατιστή, καθάριζα τις ελιές από φύλλα και κλαδιά και τις τοποθετούσα στις τσάντες. Προφανώς πέρασα στη δεύτερη φάση του μαθήματος συγκομιδής ελιάς. Πολύ γρήγορα ξανάρχισα τις μονότονες κινήσεις, οι οποίες φαίνεται να είναι αρκετά προχωρημένες για ένα κορίτσι της πόλης, όπως εγώ, επειδή απαιτούν πλήρη προσοχή. Ετσι, δεν υπάρχει χρόνος για selfies ή για να ρίχνεις ματιές στο κινητό, ελέγχοντας τα μηνύματα . Η ελιά, αν και δεν της φαίνεται, απαιτεί από τους ανθρώπους να τελειώσουν τη δουλειά. Έτσι, ακολούθησα τον ρυθμό. Εκανα μικρές κουβέντες με τους γύρω μου – οι περισσότεροι από αυτούς ήταν άντρες πάνω από 70 – και εντυπωσιάστηκα από την ευκολία τους να χρησιμοποιούν τα γόνατά τους και να κουβαλούν τις βαριές τσάντες στους ώμους τους. Προσπάθησα να τους ακολουθήσω με την ίδια ευκολία και ήμουν ευτυχισμένη που μπορούσα ακόμα να το κάνω.
Το μεσημέρι ο Λευτέρης τρόμαξε να με ξεκολλήσει από το ελαιόδεντρο. Είχα τόσο απορροφηθεί από τις κρυμμένες ελιές σ’ ένα μεγάλο δέντρο που ξέχασα την πείνα μου και τους πόνους στην πλάτη. Αργότερα, ανταμείφθηκα με τον καλύτερο καφέ και ψωμοτύρι που είχα ποτέ δοκιμάσει.
Αργά το απόγευμα, ήμουν έτοιμη για την τρίτη φάση της άσκησης στις ελιές: την έκθλιψη του ελαιοκάρπου στο ελαιοτριβείο. Οι γείτονες και τα ξαδέλφια έφτασαν με τα αυτοκίνητά τους και βοήθησαν να φορτωθούν οι σακούλες στα φορτηγάκια. Φτάσαμε στο ελαιοτριβείο, στον Χρυσόστομο, όπου ο Νίκος συμπιέζει τις ελιές στους 28 βαθμούς Κελσίου. Αυτή η ψυχρότερη (από το παρελθόν) έκθλιψη εξασφαλίζει υψηλής ποιότητας λάδι.
Φτάσαμε νωρίς το απόγευμα, μόνο 6 άνθρωποι πριν από εμάς στη λίστα αναμονής. Αλλά, ό,τι φαινόταν εύκολο για μένα, κατέληξε να γίνει μια μακρά διαδικασία. Επρεπε να μάθω ότι το ελαιοτριβείο μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε μια αίθουσα αναμονής, όπου μπορείς να περάσεις πολύ χρόνο ανάλογα με το άτομο που είναι μπροστά σου στην γραμμή. Εάν φτάσεις μετά από κάποιον, ο οποίος φέρνει 900 κιλά ελιές για επεξεργασία, πρέπει να περιμένεις. Και αυτό ακριβώς κάναμε. Στην αρχή ένιωθα ανασφαλής, μη ξέροντας τι να κάνω. Οι άνθρωποι κάθονταν γύρω, κάπνιζαν, κουβέντιαζαν χαλαρά. Άλλοι έφτιαχναν καφέ ή απλώς έπαιρναν έναν υπνάκο στον καναπέ. Όλοι ήταν ήσυχοι. Κανείς δεν πίεζε τον ιδιοκτήτη να βιαστεί, κανείς δεν ήταν νευρικός, κανείς δεν κοίταζε συνέχεια το κινητό του, ούτε χτυπούσαν συνέχεια τηλέφωνα. Οι άνθρωποι απλώς περίμεναν. Περίμεναν να περάσει ο χρόνος μέχρις ότου να έρθει η σειρά τους. Ήμουν εντυπωσιασμένη, τι διαφορετικός κόσμος!
Αλλά αυτή ήταν και η στιγμή, που το επιχειρηματικό μυαλό μου άρχισε να δουλεύει. Ίσως θα έπρεπε να πάω πίσω στο χωράφι και να συνεχίσω το μάζεμα, ενώ ο Λευτέρης περίμενε εδώ; Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξοικονόμηση κάποιου χρόνου και να τελειώσουμε με τις ελιές μερικές ώρες νωρίτερα. Αλλά πριν ακόμη ανοίξω το στόμα μου και το προτείνω στον Λευτέρη, κατάλαβα ότι είχα πέσει σε μια παγίδα, την παγίδα της «βορειοευρωπαϊκής» σκέψης μου. Μια εσωτερική φωνή μου ψιθύρισε: «Θυμήσου κορίτσι μου, ότι είσαι στην Ικαρία. Έτσι, απλά κάνε ό, τι κάνουν οι υπόλοιποι. Αν υπήρχε ανάγκη να πάς πίσω στο χωράφι, θα σου το είχαν πει. Αν όχι, μπορείς απλά να καθίσεις και να πιεις τον καφέ σου».
Και αυτό έκανα. Κάθισα, φλυάρισα με τους άλλους, παρακολούθησα την επεξεργασία του ελαιοκάρπου και ακόμη με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα μου, όπως έπραξαν οι άλλοι. Ίσως αυτό είναι το ωραιότερο μέρος από το μάζεμα των ελιών. Η αναμονή επεξεργασίας του ελαιοκάρπου στο ελαιοτριβείο δίνει στο σώμα την ευκαιρία να ανακάμψει για να συνεχίσει τη συγκομιδή... εδώ, σε αυτό το μύλο, συμβαίνει η καλύτερη βελτιστοποίηση μεταξύ εργασίας και ανάπαυσης.
Τέλος, μετά από ώρες, ήρθε η σειρά μας. Η τέταρτη φάση της συγκομιδής του ελαιοκάρπου επρόκειτο να ξεκινήσει. Με μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια βάλαμε τις ελιές μας στη ζώνη μεταφοράς και τις παρακολουθήσαμε μέσα στα διάφορα στάδια της διαδικασίας: το πλύσιμο, τη συμπίεση, τον διαχωρισμό του λαδιού και στο τελικό του στάδιο: την εμφιάλωση του φρέσκου λαδιού σε δοχεία. Τι χαρά να βλέπει κανείς τον Λευτέρη στην τελική φάση της μηχανής επεξεργασίας. Κάθησε σε μια καρέκλα, σαν σε θρόνο, άνοιξε προσεκτικά τη βρύση και οι πρώτες σταγόνες ελαιολάδου κύλησαν. Το χρώμα του λαδιού ήταν ένα μίγμα μεταξύ σκούρου πράσινου και κίτρινου – ένα καλό σημάδι υψηλής ποιότητας. Σίγουρα θα είναι το καμάρι της οικογένειας.
Κέρδισα κι ένα επι πλέον δωράκι: Ο Νίκος, έσταξε μερικές σταγόνες φρέσκο λάδι σε ένα κομμάτι ψωμί και πρόσθεσε λίγο αλάτι από πάνω. Μου το πρόσφερε μαζί μ'ένα σφηνάκι τσίπουρο. Ήταν μια γιορτή για τον ουρανίσκο μου! Ξεχάστε τα Πασχαλινά και τα Χριστουγεννιάτικα μενού, τίποτα δεν συγκρίνεται μ' αυτό!
Συνολικά το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης έκθλιψης ήταν πολύ καλό. Το «βορειοευρωπαϊκό» μυαλό μου υπολογίζει την τιμή που θα πιάσει στη μεγάλη πόλη. Έτσι ρώτησα τα παιδιά γύρω μου, τι θα κάνουν με το λάδι τους. Πόσο χαζή είμαι! Επρεπε να γνωρίζω, επειδή η απάντηση ήταν ευθεία και απλή και βεβαίως όμοια με την απάντηση που οι πρόγονοί τους θα έχουν δώσει: Το χαρίζουμε στην οικογένεια και τους φίλους. Και φυσικά, τα πρόσωπα, που έχουν βοηθήσει στην συγκομιδή θα πάρουν το μερτικό τους. Αυτή είναι η παράδοση. Ακόμα ένα μάθημα για μένα: το μοίρασμα είναι φροντίδα.
Έτσι, στο τέλος της ημέρας, έφτασα στην πέμπτη φάση του μαθήματος συγκομιδής της ελιάς: να πάρω το μερτικό μου από το ελαιόλαδο. Πριν φύγω από το νησί, ο Λευτέρης μού έδωσε μερικά πλαστικά μπουκάλια γεμάτα ελαιόλαδο. Τι πολύτιμο δώρο! Τα χέρια μου είχαν εργαστεί γι' αυτό. Και καθώς ταξίδευα «αλά ελληνικά», έφερα αυτό το λάδι στο σπίτι μου για να το μοιραστώ με την οικογένεια και τους φίλους. Το λάδι θα τους διηγηθεί πώς περνάνε μερικές μέρες του χειμώνα στην Ικαρία.
Η δική μου ερμηνεία της ιστορίας είναι η εξής: Πηγαίνετε για ελιές γιατί η ελιά τα έχει όλα. Θα σας διδάξει όλα τα σχετικά με τη σκέψη, τον διαλογισμό, την εκτίμηση για τη γη που σας θρέφει, απαιτεί σωματική άσκηση και επιπλέον θα καταλάβετε τη δομή μιας κοινωνίας που ζει σ' ένα νησί. Μπορείτε επίσης να επιλέξετε να διαβάσετε χίλια βιβλία σχετικά μ’ αυτά τα θέματα ή μπορεί να ξοδεύετε τα χρήματά σας για σεμινάρια, αλλά κατά τη γνώμη μου... διαλέξτε μια ελιά, είναι αρκετή για να σας βοηθήσει να καταλάβετε.
Birgit Urban
urbanb27@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Birgit Urban.