Το 2004 με βρήκε για τρίτη χρονιά στα 23 μου στην Ικαρία. Ακόμη θυμάμαι να αναζητώ κατάλυμα για 6 δια τηλεφώνου, μέσα από τον αλησμόνητο ετήσιο κατάλογο ΔΙΑΚΟΠΕΣ ενώ ακόμα προσπαθώ να διαγράψω από την μνήμη μου το 18ωρο ταξίδι με τις σκυλοπνίχτρες και την πρώτη φορά που έκλεισα δωμάτιο στα Θέρμα.
Όμως χαλάλι της, η Ικαρία είναι έρωτας, ένας έρωτας που ξεκινά λίγο αδιάφορα και διστακτικά, λίγο «μεθυσμένα» από τον πράμνειο οίνο που σε κάνει να παραπατάς στα πανηγύρια, να χορεύεις με μυαλό ξελογιασμένο που σε κάνει να «χάνεσαι» στον ατελείωτο γαλάζιο ορίζοντα, να «πνίγεσαι» στα άγρια νερά της για να καταλήξεις κάθε χρόνο που περνάει να γυρίζεις εκεί, να νιώθεις ευγνώμων που αγάπησες αυτό τον τόπο που έμελλε να είναι το πιο σπουδαίο σημείο εκκίνησης της ζωής σου.
Αυτός είναι ο δικός μου αληθινός έρωτας, που ξεκίνησε στο επικό alta mare ένα ξημέρωμα, υπό τους σκληρούς ήχους της techno και της deep house το 2004, όταν γνώρισα Εκείνον, τον Ικαριώτη.
Δέκα ημέρες κοιμηθήκαμε στις μισές παραλίες και «ζήσαμε» όλα τα καιρικά φαινόμενα του νησιού, δέκα μέρες για να χωρίσουμε μόνο για 18 ώρες, όσο έκανε το επόμενο καράβι να πιάσει Πειραιά.
Έκτοτε πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια να μεγαλώνουμε μαζί, να βλέπουμε την κοινή μας πορεία μέσα από τα ίδια μάτια, να εξελισσόμαστε, δέκα χρόνια να κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι και ας χωρίσαμε μια φορά.
Κάθε χρόνο σχεδιάζαμε να πάμε ξανά στη Νικαριά, ήταν ο τόπος μας, μας «αγάπησε». Μα η μια αναβολή έφερνε την άλλη γιατί, ίσως, το κάρμα ήθελε να μου χαρίσει ένα δεύτερο μοναδικό, πιο σπουδαίο δώρο από έναν Ικαριώτικο έρωτα, ένα παιδί «δικό» της.
Το 2015 και μετά από 11 χρόνια, ήμασταν πάλι εκεί οι δυό μας, όμως γυρίζαμε πίσω «τρεις», αυτός, εγώ και η μονάκριβή μας Καριωτίνα, η Υβόννη.
Και αν πατρίδα είναι ο τόπος που σε γέννησε, η δική μας ζωή «γεννηθήκε» στη Νικαριά.
Εύα Μονοχάρη
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.