Παράδοση κοινοτισμού, ΣΧΟΟΑΠ, βιομηχανικές ΑΠΕ και το μέλλον της Ικαρίας: μια κοινωνιολογική ματιά
Περισσότερο από συχνά αντλούμε σημασίες και νοήματα από τους λόγους που αρθρώνονται για το αγαπημένο μας νησί- σημασίες και νοήματα που έχουμε ανάγκη για να μη ‘θαλασσώσουμε’ στη ξενιτιά, για ν’ αντέξουμε τη βαρβαρότητα της εποχής μας. Ένα από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης είναι η «επιβίωση της παράδοσης του κοινοτισμού»- το χιλιοειπωμένο «ούλοι εμείς εφέντη»-, παρά το ότι ενίοτε μας φαίνεται ότι ο ατομικισμός στην Ικαρία δίνει και παίρνει. Όμως τέτοιες ‘αντιφάσεις’, πιο πολλά λένε για τις δικές μας προκαταλήψεις, παρά για την ίδια τη κοινωνική πραγματικότητα που οπωσδήποτε είναι πιο περίπλοκη(1). Το ζήτημα της παράδοσης κοινοτισμού είναι στις μέρες μας επίκαιρο όσο ποτέ εξαιτίας της προοπτικής της δημιουργίας βιομηχανικής ζώνης και της εγκατάστασης βιομηχανικού αιολικού σταθμού στον περήφανο και αγέρωχο Αθέρα. Η βιομηχανοποίηση του βουνού θέτει πλέον ρητά το ζήτημα της εμπορευματοποίησης των κοινών της Ικαρίας, των κοινοτικών ή δημοτικών αγαθών (π.χ. βοσκοτόπια, πηγές νερών, ιαματικά νερά κ.α)- τα οποία αποτελούν την υλική βάση της μακραίωνης παράδοσης κοινοτισμού στο νησί.
Ιστορικά τεκμήρια για τα κοινά των χωριών της Ικαρίας, όπως και για ενδιάμεσες μορφές ιδιοκτησίας που κινούνται μεταξύ κοινών και ιδιόκτητων, υπάρχουν διάσπαρτα στα οικογενειακά μας σεντούκια και κάποια είναι ήδη δημοσιευμένα(2). Υλικές δομές αυτής της μακραίωνης πραγματικότητας υπάρχουν διάσπαρτα και στο χώρο: οι φράχτες στη κορυφογραμμή και στις πλαγιές του Αθέρα, οι εκκλησίες, τα σχολειά, οι αμαξωτοί, οι δεξαμενές των χωριών και οι πολιτιστικές αίθουσες είναι μεταξύ αυτών. Με τη πραγματικότητα αυτή συνδέονται και πρακτικές, τρόποι και συνήθειες του τόπου μας, όπως οι συνελεύσεις για θέματα των χωριών μας, τα πανηγύρια με τους κοινωφελείς τους σκοπούς, χοροεσπερίδες όταν ένα μέλος της τοπικής μας κοινωνίας βρεθεί σε ανάγκη. Η παράδοση κοινοτισμού της Ικαρίας δεν αποτελεί ιστορική ιδιοτυπία, καθώς αυτή ήταν η διαδεδομένη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας της Ευρωπαϊκής υπαίθρου, εν πολλοίς έως τον 19ο αιώνα. Ούτε είναι ‘επιβίωμα’ ή απολίθωμα, άδειο κέλυφος μιας πάλαι ποτέ πραγματικότητας. Απεναντίας, από τη παράδοση του κοινοτισμού αντλούν οι άνθρωποι για να κατανοήσουν το ιστορικό τους παρόν και για να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, παρά τις πιέσεις που δέχονταν τα διάφορα κοινά εξαιτίας των μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων και της όλο και πιο βαθιάς εξάρτησης της τοπικής αυτοδιοίκησης από τη κεντρική κυβέρνηση μεταξύ άλλων, βρίσκουμε πρακτικές προάσπισης και ανανέωσης των κοινών ή δημιουργίας νέων (π.χ. ανέγερση και λειτουργία Πανικάριου Νοσοκομείου, άνθηση Συλλόγων κ.α.).
Αλλά τι σχέση έχει η παράδοση κοινοτισμού με το ΣΧΟΟΑΠ και τις βιομηχανικές ΑΠΕ;
Με το ΣΧΟΟΑΠ καθορίζονται χρήσεις γης για τη βουνοκορφή του Αθέρα, για ρέματα, δάση και ρουμάνια που για αιώνες αναγνωρίζονταν ως κοινά των χωριών, και για ιδιόκτητες εκτάσεις στις οποίες μετέχουν πολλοί, καθώς αυτές μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά ανάμεσα σε αδέλφια («αδελφομοίρια»), εξαδέλφια κ.ο.κ., δημιουργώντας με το τρόπο αυτό μια ιδιοκτησιακή κατηγορία που δεν ήταν ούτε ιδιόκτητη ούτε κοινή με τη στενή έννοια των όρων. Επιπλέον, τα χωριά της Ικαρίας που απλώνονται σε μεγάλες εκτάσεις και δεν περιλαμβάνουν μόνο τα “οικιστικά συμπλέγματα” ή τους “οικιστικούς πυρήνες”, οριοθετούνται από το ΣΧΟΟΑΠ με βάση κριτήρια άσχετα με τις ιστορικές και πολιτισμικές διαδικασίες που έχουν καθορίσει την ‘όψη’ τους, αποκόβοντάς τα με τον τρόπο αυτόν από τους χώρους που είναι ζωτικοί γι΄αυτά και τους κατοίκους τους.
Ο περιορισμός των χωριών και η κατάτμιση του χώρου αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την εμπορευματοποίηση των φυσικών πόρων [βλ. επενδυτικό σχέδιο Ομίλου Μυτιληναίου, το ευρωπαϊκό εγχείρημα για μετατροπή της Ικαρίας σε ‘Ανεξάρτητο Ενεργειακά Νησί’(3)]. Η εμπορευματοποίηση των κοινών/κοινόχρηστων αγαθών προσδιορίζεται από τις κοινωνικές επιστήμες ως ‘περίφραξη ή εγκλεισμός των κοινών’. Πρόκειται για ιστορική διαδικασία που συνδέεται με μεταναστευτικά ρεύματα προς τις πόλεις και την ερημοποίηση (από ανθρώπους) των αγροτικών περιοχών, έχει αναγνωριστεί ως προϋπόθεση για τις ‘βελτιώσεις’ στην Αγγλία του 17ου-19ου αιώνα, την ‘ανάπτυξη’ της μεταπολεμικής περιόδου και πιο πρόσφατα, της ‘πράσινης ανάπτυξης’ (σχετικά βλ. Ambransky, 2010, Monbiot, 2012 και Μπαρέλη-Γαγλία, 2011). Συνδέεται επίσης με περιπτώσεις αποσάθρωσης των φυσικών πόρων («η τραγωδία των περιφράξεων»), κίνδυνο ήδη ορατό στο νησί μας(4).
Προκειμένου να γίνουν βιομηχανικές εγκαταστάσεις στο βουνό του Αθέρα και να εμπορευματοποιηθούν φυσικοί πόροι ή τα κοινόχρηστα αγαθά, πρέπει πρώτα να απαξιωθούν στο μυαλό των ανθρώπων. Πράγματι, οι δημοτικές εκτάσεις και οι ιαματικές πηγές χαρακτηρίζονται ως «αναξιοποίητες», αγνοώντας πεισματικά το ότι απ’ αυτές εξακολουθούμε να αντλούμε τα απαραίτητα για τη ζωή στο νησί (νερά, βότανα, βοσκοτόπια και μελισσοτόπια, υγεία μεταξύ πολλών άλλων) χωρίς τη διαμεσολάβηση της αγοράς. Οι δημοτικές εκτάσεις χαρακτηρίζονται επιπλέον ως «υπερβοσκημένες» από «αμαθείς», «εγωιστές» κτηνοτρόφους που αδυνατούν να διακρίνουν το «συλλογικό καλό» τυφλωμένοι από το «ιδιωτικό τους συμφέρον», και γι’ αυτό οι εκτάσεις αυτές χρήζουν «προστασίας» (από τους Καριώτες!;). Μια τέτοια ρητορική αγνοεί τη κτηνοτροφική παράδοση της Ικαρίας και τους μετασχηματισμούς του κτηνοτροφικού συστήματος- με κύριους παράγοντες του μετασχηματισμού αυτού τη μεταπολεμική κατάρρευση της αγροτικής βάσης του νησιού και το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα της ίδιας εποχής, τη δημιουργία ανάγκης εισαγωγής ζωοτροφών και τη μερική εμπορευματοποίηση των κοινοτικών/δημοτικών εκτάσεων από τη δεκαετία του 1980 μέσω των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Ως κύκλωπες αποδίδουμε την αποσάθρωση των κοινοτικών/δημοτικών εκτάσεων αποκλειστικά στην υπερβόσκηση, και όχι σε συνθήκες που αναγνωρίζονται από επιστήμονες μεταξύ των κυρίων αιτιών για την αποσάθρωση των φυσικών πόρων, όπως οι περιφράξεις των κοινών, η κλιματική αλλαγή, το απότομο του εδάφους, οι φωτιές και οι διανοίξεις δρόμων(5).
Τέτοιες ρητορικές πάσχουν από τις ίδιες στατικές και εξελικτικές τάσεις από τις οποίες πάσχει η ρητορική για την ‘επίβίωση του κοινοτισμού’: δεν λαβαίνουν υπόψη τις διαδικασίες ιστορικών μετασχηματισμών και τις αλλαγές που έχουν επισυμβεί στη τοπική κοινωνία. Ούτε λαβαίνουν υπόψη τους τη ζωτική σημασία των φυσικών κοινών για την κοινωνική αναπαραγωγή των κοινοτήτων και την προσαρμογή τους σε μεταβαλλόμενες συνθήκες- τις οποίες έχουν συχνά αλλάξει προς όφελός τους (βλ. για παράδειγμα ανέγερση σχολείων ή διάνοιξη δρόμων με έσοδα από πανηγύρια και από προσφορές στη μνήμη των νεκρών μελών της κοινότητας). Τέτοιες ρητορικές συγκαλύπτουν τις δυνάμεις εξουσίας και οικονομικά συμφέροντα που επιβουλεύονται τον έλεγχο των κοινών ή κοινοτικών/δημοτικών αγαθών και δεν λαβαίνουν υπόψη τους ‘πράγματα’ που δεν μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα, όπως είναι οι πολλαπλές σημασίες των κοινών για τον Καριώτικο τρόπο ζωής, για τον ίδιο τον Καριώτικο πολιτισμό.
Η εμπορευματοποίηση των κοινόχρηστων αγαθών και η βιομηχανοποίηση του Αθέρα –αποτέλεσμα μιας τεχνοκρατικής και μονοδιάστατης θεώρησης του χώρου- είναι πιθανόν να αποκόψει βίαια τον ομφάλιο λώρο της μακραίωνης παράδοσης κοινοτισμού του νησιού μας, στερώντας μας, όχι μόνο πόρους από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωσή μας (για τα οποία θα εξαρτόμαστε όλο και πιο πολύ από την αγορά), αλλά και ‘εργαλεία’ που μας επιτρέπουν να διατηρούμε την ιδιαίτερη πολιτισμική φυσιογνωμία του τόπου μας και τη πολιτισμική μας ταυτότητα. Αν επιλέξουμε να αγνοήσουμε αυτή τη ζωντανή -αλλά διόλου στατική- και μακραίωνη πραγματικότητα των κοινών/κοινοτικών και δημοτικών εκτάσεων, και να παραχωρήσουμε όσο όσο τα βουνά μας στη βιομηχανική παραγωγή πράσινης ενέργειας και τους φυσικούς μας πόρους σε εταιρείες, κινδυνεύουμε, αντί να συνεισφέρουμε στη ‘σωτηρία του πλανήτη’ από τις οδυνηρές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, να στερήσουμε τελικά την ανθρωπότητα από ένα ακόμα ιδιαίτερο πολιτισμό που εντός του κρύβει θησαυρούς και απαντήσεις για σύγχρονα και διαχρονικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως ανθρώπινα όντα και ως κοινωνίες.
Μαρία Μπαρέλη-Γαγλία
υπ.Δρ. Κοινωνιολογίας
gagmaba@yahoo.gr
Σημειώσεις
(1) Για παράδειγμα, μια ερμηνεία που αναπαράγεται συχνά μιλά για την ‘επιβίωση’ του κοινοτισμού στα πανηγύρια της Ικαρίας, την αποδίδει στην ‘απομόνωση’ και στο ‘αλίμενο’ του νησιού, στη ‘παράδοση αποκρυβής’ των νησιωτών και στη περιθωριοποίηση του νησιού από το κεντρικό κράτος. Τέτοια ερμηνευτικά σχήματα πάσχουν από στατικότητα, καθώς δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για τις διαδικασίες ιστορικών μετασχηματισμών. Είναι επίσης εξελικτικά, καθώς αναπαριστούν την ιστορία ως μια γραμμή εξέλιξης από τις καμάρες στα σύχρονα καβούκια του άκρατου ατομισμού μας. Υπό τη σκοπιά τέτοιων ερμηνευτικών σχημάτων, είναι λογικό η ‘παράδοση’ να έχει ανάγκη ‘διατήρησης’ και κάθε νεωτερικό στοιχείο να είναι μεμπτό, διαρκώς να πέφτουμε πάνω σε αντιφάσεις τύπου κοινοτισμός/ατομικισμός και ενίοτε να καταλήγουμε σε ακραία συμπεράσματα τύπου: «καλή η Ικαρία, αλλά χωρίς τους Καριώτες».
(2) Παραδείγματα τέτοιων εγγράφων βρίσκουμε στην ιστορία του Ιωάννη Μελά ή στη διδακτορική διατριβή της Δήμητρας Κουμπάρου.
(3) Βλ. Διορθωτικές προτάσεις για τον ΣΧΟΟΑΠ Ικαρίας της επιστημονικής ομάδας εργασίας, υποσημ.1, σελ. 16.
(4) Για τον κίνδυνο αυτο μας προειδοποιεί άλλωστε και η Εθνική Επιτροπή κατά της Απερήμωσης, που από το 2001 προσδιόρισε τις περιοχές «υψηλού κινδύνου ερημοποίησης», μεταξύ των οποίων και η Ικαρία, και κατήρτισε το Σχέδιο Δράσης κατά της Απερήμωσης. Σύμφωνα με αυτό δεν επιτρέπεται ο καθορισμός ή η αλλαγή χρήσεων γης, παρά μόνο εάν πρόκειται για ύψιστη κοινωνική ανάγκη και ακόμα και τότε, υπό ένα σωρό προϋποθέσεις και ελέγχους (Βλ. σχετικά πατώντας εδώ).
(5) Η υπερβόσκηση αναγνωρίζεται ως η τελευταία σταγόνα που ξεχυλίζει το ποτήρι. Σχετικά βλ. Sciortino, Desertification of the Mediterranean).
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Μαρίας Μπαρέλη-Γαγλία.