Αλίμονο μου έτσι και πέρασε, το έχασα το μπάνιο μου για σήμερα. Και ποιος ακούει τις τσιρίδες και τα κλάματα; Όχι μόνο δε μετρούσαμε διπλά τα μπάνια (πρωί – απόγευμα) εμείς τα βουνίσια παιδάκια, αλλά αν χάναμε το λεωφορείο, ούτε ένα.
Το άκουγα να σφυρίζει όπως έμπαινε στο χωριό και βουρλιζόμουν στην κατηφόρα σαν τρελό να το προλάβω στη διασταύρωση. Άλλες φορές, αργούσε και περιμέναμε όλοι μαζί στην αυλή του καφενείου. Ήταν η πρωινή έγνοια του χωριού τους καλοκαιρινούς μήνες. Πέρασε ο Παράσκος; Σφύριξε; Θ’ αργήσει; Πέρασε πιο νωρίς και ούτε σφύριξε; Ανάλογα πώς θα ξυπνούσε κι εκείνος.
Μετά ένας πανζουρλισμούς μέσα στο λεωφορείο, στάσεις σε όλα τα χωριά για φόρτωμα. Μικροί μεγάλοι, δεσποινίδες και παππούδες, ομπρέλες ψάθες παγωτά, κουτσομπολιά, ίσως και έρωτες, κρυφοί, αυγουστιάτικοι. Τέρμα στη Μεσακτή, όλο το τσούρμο.
-Να μην αργήσετε, μία θα σφυρίξω κι έφυγα, όποιος δεν είναι εδώ θα μείνει έξω.
Τρέχαμε. Ο καθένας στο πόστο του, εμείς μάλλον βραχάκια στα ρηχά. Κατευθείαν μέσα στο νερό. Για να προλάβουμε, για να χορτάσουμε. Πριν σφυρίξει. Πρέπει να έχουμε στεγνώσει κιόλας, λέει πως του χαλάμε τα καθίσματα με το αλάτι και γκρινιάζει.
Οι γιαγιάδες πρώτες, για να προλάβουνε και θέση, εμείς στο τσακ.
-Άντε βρε σουσουράδες, άργησα, εμπάτε μέσα! Έχω και κήπους και κατσίκια.
Ο Παράσκος έχει φύγει, εγώ ακόμη τον ευχαριστώ για τα μπάνια που δεν έχασα, και που και που, όταν είμαι στην παραλία και μ’ έχει ζαλίσει ο ήλιος, καμία μπύρα και η μουσική από τρία μπαρ… αχ μακάρι… να σφύριζε, να ‘τρεχα να ‘μπαινα μέσα να με κουβάλαγε εκείνος ως το σπίτι, παρέα όλους μαζί, όπως παλιά.
η Φαηδόνα
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.