Η επιβίβαση έγινε στο Fishguard, στο δυτικότερο ψαρολίμανο της χώρας. Η μεταφορά θα γινόταν για κάποιον άγνωστο -στον ίδιο- λόγο, με το τραίνο. Δεν τον πείραζε καθόλου καθώς θα του δινόταν η ευκαιρία να θαυμάσει τη βρετανική ενδοχώρα, κάτι που έκανε συχνά από τότε που είχε έρθει εδώ μετά το…
Είχαν ήδη φτάσει στο Swasea όπου μετά από μια μικρή στάση, το τραίνο ξεκινούσε και πάλι. Ο κουστουμαρισμένος κύριος που καθόταν δεξιά του, επέστρεψε από την τουαλέτα, έριξε μια ματιά στον άλλον κουστουμαρισμένο κύριο με τα αυστηρά γυαλιά ηλίου που καθόταν αριστερά του και πήρε κι αυτός τη θέση του, στριμώχνοντας τον ελαφρά. Η μία πλευρά του κουπέ ήταν άδεια καθώς η οικογένεια που καθόταν στις 3 απέναντι θέσεις, είχε ήδη κατέβει από το Kidwelly.
Πριν προλάβει όμως να ξεκινήσει το τρένο, μια 40+ γυναίκα, με ελαφρώς γαμψή μύτη αλλά ωραίο σταυρωτό φόρεμα, ήρθε και κάθισε απέναντι τους. Έριξε μια γρήγορη ματιά αλλά αμέσως φόρεσε τα κοκάλινα μελί γυαλιά της , έστρωσε τη φιλαριστή κουπ της και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Στο άγγιγμα των μαλλιών της, αναδύθηκε μέσα στο κουπέ η ξινή μυρωδιά της λακ. Το τραίνο ξεκίνησε.
Ένοιωσε μια μικρή ζαλάδα. Έκλεισε τα μάτια. Ω θέε μου, πού πάω πάλι; Δε θέλω να τα ξαναπώ όλα από την αρχή. Δε μπορώ. Δε θα καταλάβει κανείς. Κάποιος μπήκε στο κουπέ, ήταν ένας πωλητής σταφίδων. Του πρόταξε ένα καλάθι. Θα πάρεις; Έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα. Πάρε, θα σου χρειαστούν. Άκουσε με… είναι χρήσιμα που σου λέω. Δε με ακούς; Να δω άμα φύγω εγώ από εδώ μέσα τι θα κάνετε.
Έλα, έλα σταμάτα, του είπε η κυρία απέναντι. Σ’ακούσαμε. Και όπως άπλωσε το χέρι της, ο τόπος μύρισε Μυρτώ λεμόνι. Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο εκβιάζοντας την οσμή να γίνει ακόμα πιο όξινη. Κοίταξε έξω. Άσπρα πεζούλια, η θάλασσα του Barry island, ο ήχος των φύλλων από τον άνεμο, σ’ ένα δέντρο κρεμόταν ένα ζαχαρί σουτιέν, δίπλα από κάτι αμπέλια με σταφύλια κόκκινα και τεράστιες ρόγες.
Νύσταζε, τα πόδια του δεν έφταναν κάτω. Γιατί έπρεπε να φορέσει μακρύ παντελόνι μέσα στη ζέστη; 26 Ιουλίου. Κατακαλόκαιρο. Είχε σηκωθεί από νωρίς. Τον σήκωσαν μάλλον. Άρον άρον… Όταν θα έφτανε όμως στο Cardiff, ήξερε πως θα ξαπλώσει σε κανένα παμπάλαιο κρεβάτι και οι λευκοί ασβεστωμένοι τοίχοι θα του χάριζαν αμέσως τον ύπνο. Έπρεπε να έχει άλλωστε δυνάμεις για το βράδυ. Ίσιωσε το μαλλί του και ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει από τους κροτάφους του.
Τι έπρεπε να κάνει; Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Ίσως να φύγει πριν γίνουν όλα όσα δεν έπρεπε. Όχι μετά. Ο ιδρώτας κατέβαινε πια σα ρυάκι πηχτό στους ώμους του. Τις σκέψεις του τάραξε ο ήχος από ένα κασετοφωνάκι στο δίπλα κουπέ που έπαιζε ένα ιρλανδέζικο βιολί από live κονσέρτο. Ήθελε να πιει. Έσφιξε τις παλάμες του, ένιωσε τον ιδρώτα να ξεπροβάλλει από το μανίκι και να χαράζει τα χέρια του. Τα κοίταξε. Αίμα. Πάλι. Το αίμα της. Όχι. Έπρεπε κάποιος να του λύσει το κουμπί του λαιμού. Οπωσδήποτε. Τώρα. Προσπάθησε να πει κάτι. Κοίταξε το ψεύτικο μαργαριταρένιο σκουλαρίκι της κυρίας απέναντι και φοβήθηκε να εισπνεύσει γιατί νόμιζε πως θα το ρουφήξει και θα του κάτσει στο λαιμό. Κράτησε την αναπνοή του, αρνιόταν να εισπνεύσει, ένιωσε να πνίγεται, βοήθεια, άρχισε να σπαρταράει. Μη.
Ξαφνικά αισθάνθηκε τα χέρια των δυο αντρών αριστερά και δεξιά να τον κρατούν σταθερό. Άνοιξε τα μάτια. Η κυρία τού χαμογελούσε και τα δόντια της άστραφταν στον ίδιο τόνο του ψευτομαργαριταριού: Ησύχασε, όνειρο ήταν.
Φτάσαμε, είπε σε άπταιστη σαξονική προφορά ο κύριος αριστερά. Έκανε να σηκωθεί. Τον σταμάτησαν. Άπλωσε τα χέρια του για να βεβαιωθούν ότι οι χειροπέδες ήταν ακόμη περασμένες. Η κυρία γούρλωσε τα μάτια της. Βγήκαν έξω.
Στην έξοδο του σταθμού τους περίμενε μια χαμογελαστή δεσποινίδα με υπέροχα μπλε μάτια. Πλησίασαν. Πρόσεξε το ταμπελάκι της: Δεσμοφύλαξ Lapford.
- Καλησπέρα σας. Μιλάτε Αγγλικά;
- Βεβαίως.
- Δε βλέπω να κρατάτε κάποια βαλίτσα. Ξέρετε, το ίδρυμά μας επιτρέπει να έχετε μαζί σας προσωπικά αντικείμενα. Εκτός από αιχμηρά, βέβαια.
- Το γνωρίζω.
- Δεν έχετε πάρει τίποτα μαζί σας;
- Tα απολύτως απαραίτητα…
Το περιπολικό άναψε τη σειρήνα του και ξεκίνησε…
Κωνσταντίνος Βατούγιος
twitter: @fayum
konstantinos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Κωνσταντίνου Βατούγιου.
Ολόκληρη η πρώτη μνήμη Ικαρίας, εδώ.