Εκείνο το πρωί, ξεκίνησε να μου αφηγείται ο Κώστας, στο κατάστρωμα του πλοίου που έπλεε ήσυχα σαν πουλί, όπως φεύγαμε και οι γραμμές του νησιού γινόταν σκληρές και κοφτερές από τον ήλιο, εκείνο το παράξενο Πάσχα του 2015, που είχε ξεκινήσει με χειμωνιάτικο κρύο, κύματα, αέρηδες, αποχωρισμούς και θανάτους, για να τελειώσει με ζέστη και ήλιο καλοκαιριού, ο πατέρας μου ξύπνησε χαρούμενος. Είχε χρόνια, μου είπε η μητέρα μου, να σηκωθεί από το κρεβάτι με τόσο καλή διάθεση. Από τότε που πάτησε τα ογδόντα, αν και συνήθως έμοιαζε θετικός και χαρούμενος, βλέπαμε, όσοι τον γνωρίζαμε καλά, στα μάτια του μια θλίψη, αυτή που νιώθουν οι άνθρωποι όταν συνειδητοποιούν ότι ο κόσμος είναι ένα πλοίο που μονάχα πηγαίνει, δεν κάνει ένα ταξίδι ολόκληρο. Όμως εκείνο το πρωί τα μάτια του ήταν καθαρά. Φαινόταν σα να είχε ξεχάσει κάθε λύπη. Ξύπνησε τη μητέρα μου με ένα φιλί στο στόμα, ένα φιλί που είχε πολλά χρόνια να της δώσει. Την είχε αγαπήσει, έλεγε, έλεγαν, οι φίλοι τους, οι συγγενείς, παράφορα, όμως από τα χρόνια που είχαν περάσει δεν είχε μείνει παρά μια γλυκιά συνήθεια, μια χωρίς εντάσεις καθημερινότητα, η αίσθηση ότι όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε.
Μακριά, στις πλαγιές του βουνού, ακούγονταν μικρά λαλήματα και στον κήπο του σπιτιού μαύρα πουλιά με πορτοκαλί ράμφος έκλεβαν σπόρους που είχε σπείρει η φύση. Ο ήλιος έπεφτε πλάγια στο χωριό και γυάλιζε τα κεραμίδια στις σκεπές. Η μητέρα σηκώθηκε. Φόρεσε τις παντόφλες.
«Καλή ανάσταση να έχουμε», της είπε ο πατέρας.
«Έλα στα συγκαλά σου, άνθρωπέ μου. Έχουμε ακόμα μια – δυο εβδομάδες μέχρι το Πάσχα».
«Κοίταξε όμως έξω τον γλυκό καιρό. Είναι σχεδόν καλοκαίρι. Όλα είναι χαρούμενα. Τελείωσαν τα κρύα κι οι συννεφιές. Σηκώθηκα από το κρεβάτι νωρίς και είδα. Έλα, μη χάνεις χρόνο με τον ύπνο».
Ήταν σαν όλος εκείνος ο κόσμος να είχε στηθεί μόνο για εκείνη. Έκατσαν στο τραπέζι. Ζέσταναν γάλα. Ανακάτεψαν ταχίνι με μέλι.
«Πόσα χρόνια είμαστε παντρεμένοι;» την ρώτησε. «Πενήντα; Εξήντα»;
«Πρέπει να κοντεύουμε τα εξήντα. Ο γιός μας είναι ήδη πενήντα χρονών. Κι η κόρη μας είναι πιο μεγάλη. Το ξέχασες»;
«Δεν έχω ξεχάσει τίποτα. Ήθελα μόνο να σε ρωτήσω: ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια καλά»;
«Ναι, άντρα μου. Ήμασταν όλα τα χρόνια καλά».
«Όχι. Δεν ήμασταν. Δεν ήμασταν καθόλου καλά. Είχαμε καυγάδες. Δυσκολίες. Πολλές φορές, περάσαμε άσχημα».
«Όλοι περνούν δυσκολίες».
«Θα μπορούσαμε να είχαμε χωρίσει. Κάποιες φορές, ομολογώ, μου πέρασε από το μυαλό. Να γίνουμε κι εμείς μοντέρνοι – είναι της μόδας να χωρίζουν οι άνθρωποι. Έπειτα όμως ξανά σκέφτηκα ότι έπρεπε να μείνω. Να φτιάξω ό,τι ήταν στραβό. Αυτό είναι το δύσκολο. Να φτιάξεις. Λένε κάποιοι: ‘δυσκολεύτηκα πολύ να χωρίσω’. Εγώ, δεν το βρίσκω δύσκολο. Του δίνεις μια και χαλάει».
«Ε, βέβαια. Δεν υπάρχει πιο εύκολο από το να χαλάς. Κοίτα τους νέους σήμερα. Έχουμε μια σχέση, λένε. Ή παντρευόμαστε. Μένουν δύο, τρία, πέντε χρόνια μαζί. Μαζεύουν σταλιά – σταλιά το γάλα στην καρδάρα. Αγαπιούνται δύσκολα και με κόπο. Και μετά, δίνουν μια κλωτσιά στην καρδάρα και παρ’ την κάτω. Κι είναι έπειτα σα να μην έχουν αγαπηθεί ποτέ. Και περνούνε κι άλλα τόσα χρόνια για να ξεχάσουν την αγάπη που είχαν. Γιατί, λένε, η αγάπη, όσα χρόνια βαστάει, άλλα τόσα θέλει για να σβήσει. Κι αρχίζουν πάλι από την αρχή. Κι είναι ένας κύκλος η ζωή τους. Μια τρύπα στο νερό».
«Εμείς όμως δεν το κάναμε αυτό».
«Εμείς, όχι».
«Σε κάθε δύσκολη στιγμή θυμόμασταν την αγάπη μας».
«Ενώ οι νέοι σήμερα, στην αγάπη θυμούνται τις δύσκολες στιγμές».
«Δεν μετάνιωσες»;
«Εγώ να μετανιώσω»;
«Ούτε εγώ. Ήσουν η τελευταία αγάπη μου κι έμεινες για πάντα».
Ίσως για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τη μητέρα μου που η συγκίνηση την δάκρυσε, βγήκε έξω στον κήπο. Είχε δουλειές να κάνει. Οι πατάτες του είχαν φουντώσει. Τα κρεμμύδια και τα μαρούλια ήταν έτοιμα για μάζεμα. Οι φράουλες άνθιζαν.
Έμεινε ώρα έξω, στον ήλιο που έκοβε τον αέρα. Ίσως γι’ αυτό είδε τον καλόγερο που περιπλανιόταν στους δρόμους μέσα στο μεσημέρι πιο αδύνατος κι από τη σκιά του. Φορούσε γκρίζο ράσο και σκουφί και μέσα από τα γένια φαινόταν δυο μάτια που γυάλιζαν όπως τα μάτια του Θεού ή των τρελών.
«Που πας γέροντα μέσα στο μεσημέρι;» του είπε. «Έλα σπίτι μου να φας, να δροσιστείς και να ξαποστάσεις. Κι άμα πέσει ο ήλιος, συνεχίζεις τον δρόμο σου».
Ο μοναχός στάθηκε και τον κοίταξε και τότε ο πατέρας κατάλαβε ότι δεν ήταν τόσο ηλικιωμένος όσο στην αρχή είχε πιστέψει.
«Άνθρωπε», του είπε, «περιπλανιέμαι χρόνια στις πόλεις και στα χωριά κι είναι η πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό που κάποιος με καλεί σπίτι του και μάλιστα με τόσο καθαρή καρδιά. Ευλογημένος να είσαι».
Έτσι έγινε κι έβαλε τον ξένο άνθρωπο στο σπίτι μας. Εγώ έλειπα. Ξέρω μόνο όσα μου είπανε. Η μητέρα έστρωσε τραπέζι. Έβγαλε ό,τι είχε, ψωμί, τυρί, ντομάτες και πιπεριές γεμιστές κι ο άνδρας με το μαύρο ράσο έφαγε κι ήπιε νερό κι άνοιξε η ψυχή του.
«Ο Άμβωνας είναι το πιο σπουδαίο κομμάτι της γης», τους είπε. «Όλα τα άλλα, ακολουθούν. Από εκεί βγαίνει η καταιγίδα της οργής του Θεού κι η πλώρη πρέπει να σηκώσει το αυγινό ξέσπασμα. Από εκεί επικαλούμαστε τον Θεό των αγέρηδων, για να έχουμε ούριους ανέμους. Γιατί η ζωή μας είναι ένα καράβι που μόνο πηγαίνει, ποτέ δεν γυρίζει πίσω».
«Πάτερ», είπε η μητέρα μου. «Θέλεις να ξεκουραστείς; Θέλεις να ξαπλώσεις»;
«Θα ήθελα, ναι, να ξεκουραστώ», είπε ο μοναχός.
Η μητέρα μου πήγε να σηκωθεί. Ο πατέρας δεν την άφησε.
«Εγώ κάλεσα τον άνθρωπο στο σπίτι. Εγώ θα του στρώσω».
Έβγαλε καθαρά σεντόνια. Το νυφικό κρεβάτι στολίστηκε όπως γέροντας που ντύνεται για τον γάμο της εγγονής του.
«Είναι εξήντα χρονών τα ξύλα τούτα, αλλά κρατούν ακόμα».
Ήταν, μου είπε η μητέρα μου, λίγο παράξενο και τρομακτικό το θέαμα του μοναχού που ξάπλωσε ανάσκελα χωρίς να βγάλει το ράσο κι έμεινε ακίνητος με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Το καπέλο μόνο έμεινε στο κομοδίνο δίπλα στα κλειστά μάτια.
Ξύπνησε όταν ο ήλιος έδυε. Είχε αλλάξει η όψη του, σα να είχε μπει μέσα του νέα ψυχή.
«Μείνε για το βράδυ», πρότεινε ο πατέρας μου. «Σε λίγο νυχτώνει. Πού να τριγυρνάς μέσα στη νύχτα».
«Όχι», είπε εκείνος. «Έμεινα όσο έπρεπε. Τώρα ήλθε η ώρα μου να φύγω».
Τον αποχαιρέτησαν και οι δύο στην πόρτα κι έμειναν να κοιτούν ακόμα κι όταν είχε χαθεί από τα μάτια τους.
«Είμαστε πάντως τυχεροί», είπε ο πατέρας. «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν γνωρίζουν ποτέ την αγάπη ή δεν μπορούν να την κρατήσουν για καιρό».
Αυτά είπε. Έπειτα, έφερε το χέρι στο στήθος.
Τρίτη και φαρμακερή, σχολίασαν αργότερα στο χωριό. Ήταν πάντοτε ένας τυχερός άνθρωπος.
Κατάφερε, κουτσαίνοντας, με τη μία παντόφλα της χαμένη, με τα πόδια να μπερδεύονται στα φουστάνια της, πατώντας τριβόλια και μικρά αγκάθια που είχε τρίψει στους δρόμους ο αέρας των προηγούμενων ημερών, να φτάσει μέχρι την πλατεία.
Γιάννης Παπαγιάννης
Ευχαριστώ τον Κώστα Σπανό που μου αφηγήθηκε την ιστορία του πατέρα του στο κατάστρωμα του Νήσος Μύκονος όταν επιστρέφαμε το Πάσχα του 2015. Ελπίζω να απέδωσα με σεβασμό την ιστορία του. Το βουνό και το χωριό που αναφέρονται, είναι ο Χριστός Ραχών. Οι φράσεις του μοναχού καθώς και ο αφορισμός «ο κόσμος είναι ένα πλοίο που μονάχα πηγαίνει, δεν κάνει ένα ταξίδι ολόκληρο» είναι ελεύθερη διασκευή από το μυθιστόρημα του Herman Melville, Moby Dick, κεφ. 8.
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Παπαγιάννη.