Πριν από την εποχή της κρίσης, πριν και από την εποχή της μη κρίσης, υπήρξε μια τρίτη στη σειρά εποχή, αυτή που είχε καλοκαίρια… ήταν καλοκαίρια με ξαδέρφια, με παιδιά οικογενειακών φίλων από καιρό χαμένων, με παλιούς συμμαθητές, τυχαίους γείτονες, καλοκαίρια με καρπούζι και γερμάδες, πεύκο και ρετσίνι, κοινή ψησταριά και λαθραίο παγωτό...
Το πρώτο βήμα περιπέτειας ξεκινούσε στα σκαλιά που κατέβαιναν προς τον αχυρώνα. Εκεί ήταν η αρχή του μονοπατιού. Απότομο στην αρχή, κατηφοριά δυνατή και δίπλα ο ποτιστής να σε ακολουθεί στη δικιά του παράλληλη διαδρομή. Πόσες φορές, σαν κατέβαινε νερό, έριχνα ένα ξύλο κι έτρεχα να το προλάβω πριν ξεπεράσει το δρόμο και το χάσω σε κάποια από τις τσιμεντένιες διασταυρώσεις του.
Ο αλυτρωτισμός είναι μια δύσκολη λέξη. Είναι και μια επίφοβη έννοια, η οποία κινητοποιεί συνειρμούς «Μεγάλης Ιδέας», ξαναθυμίζει ψευδό-ερωτήματα όπως «πότε θα ξαναπάρουμε την Πόλη;» και επαναφέρει σλόγκαν όπως «..πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι». Επικίνδυνα σκέψεις σε επικίνδυνους καιρούς….
Σαν να γεννήθηκε μεγάλη, μεσήλικας..., σαν να μην έζησε ποτέ νέα, έντονη, ευθυτενής, με λαμπερά μαλλιά και δέρμα. Σαν να μην την ενδιέφεραν τα εγκόσμια, τα ρούχα, η μόδα, τα παπούτσια, το κομμωτήριο, τα κοσμήματα, η γυναικεία φιλαρέσκεια..., κι αυτό το κατάλαβα όταν την είδα μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια τυχαία μέσα στο σουπερμάρκετ των Εξαρχείων.