«η νέα γενιά μεγάλωσε
και βρήκε όλους τους Θεούς νεκρούς,
[...], κάθε πίστη στον άνθρωπο κλονισμένη…»
F. S. F.
Λάβαμε θέσεις και εξακοντιστήκαμε. Ήμασταν προικισμένοι. Είχαμε τα φόντα και άπειρες δυνατότητες. Η αντίσταση του αέρα φιλούσε πατρικά το μέτωπό μας. Ήμασταν πάνω-κάτω τριανταπέντε. Κι εκεί που βρισκόμαστε σχεδόν στη μέση του κουλουάρ… Άκυρη εκκίνηση! Μα, δεν βιαστήκαμε. Αντιθέτως, καθυστερήσαμε… Το χαμόγελό μας, αυτό του αιώνιου φοιτητή, του φιλόδοξου καλλιτέχνη, του ανερχόμενου στελέχους, του νεόκοπου επιχειρηματία, της διάνοιας που εγκυμονεί καινοτομίες, του νέου οικογενειάρχη, του υπαλλήλου της χρονιάς, του αποδέκτη ευγενικών χορηγιών, εκείνου που μασάει ανέμελα τον χρόνο και μέσα από την τσιχλόφουσκα ατενίζει τα ύψη, κόπηκε στα δύο. Ξάφνου, δεν είμαστε πια οι «πολλά υποσχόμενοι», αλλά αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «χαμένη γενιά»[1]. Γνωρίζουμε αιφνιδίως την ματαίωση. Από δω η γενιά, από δω η ήττα της. Άνευρη χειραψία. Χαρήκαμε πολύ. Ευλόγως, δεν είχαμε καταρτίσει plan-b για τα όνειρά μας. Σ’ αυτά, ήμασταν περίπου όλοι σελέμπριτι, ο καθένας στο είδος του. Και τώρα θεωρούμαστε ΧΑΜΕΝΟΙ; Κάποιο λάθος έχει γίνει. Να αποδεχτούμε τη ρετσινιά και να κόψουμε τα όνειρα; Γίνεται σταδιακά οφθαλμοφανές ότι η «γενιά μας» εγκαταλείπει το σπριντ των διακοσίων μέτρων και αρχίζει να προπονείται για αλλεπάλληλα τετρακοσάρια μετ’ εμποδίων. Αν φυσικά εξακολουθήσει να υπάρχει στάδιο.
Είναι χαρακτηριστικό της νεότητας να εκτοξεύεται αλόγιστα προς κάθε κατεύθυνση που υπόσχεται μυστικά περάσματα, βάθη, ύψη και διάσπαρτα δελέατα, πάντα προς επιβεβαίωση της αθανασίας. Η παντοδυναμία της ηλικίας των δεκαπέντε διπλασιάζεται μέχρι τα τριάντα κι έπειτα αρχίζει να μειώνεται. Η ηλικία σε κουβαλάει μέχρι ένα σημείο της ζωής κι από εκεί και πέρα την κουβαλάς εσύ. Η ηλικία μας, τα τελευταία δύο χρόνια, βάρυνε απότομα. Παρά ταύτα, αν δεν έχεις βαρύτητα δεν γίνεται να τρέξεις.
Αποφασίζω να ξανατρέξω λοιπόν, αλλά οι φαντασιώσεις μου έχουν άλλη γνώμη. Την ώρα που τεντώνω το δεξί γαστροκνήμιο, προσγειώνεται δίπλα μου ένας τύπος με χλαμύδα και ξεχαρβαλωμένα φτερά. Αναγνωρίζω ξεκάθαρα τον Ίκαρο. Είδαμε πώς τα κατάφερε… Τι θέλει εδώ; Τι σχέση έχει αυτός με μένα… Αυτός εγκλωβίστηκε στον λαβύρινθο που έφτιαξε ο πατέρας του… κι εκείνος του παρείχε δυο κέρινα φτερά, για να το σκάσει μακριά από την περιπλοκότητα… της ενηλικίωσης… και να βγει σώος… Αυτός θέλησε να συνεχίσει την πτήση επ’ άπειρον…. Καμία σχέση με μένα… Κάνω λάθος…;
Διώχνω γρήγορα τον Ίκαρο πριν αρχίσει τις λυρικούρες, αλλά πάνω στη διάταση του τετρακέφαλου, με πλησιάζει ένας κουκουλοφόρος. «Με θυμάσαι; Είμαι ο γιος του Ήλιου» λέει συνωμοτικά. «Α, ναι, ο ξάδερφος Φαέθων!» «Σσσσς…πιο σιγά!» λέει. Τον φοβάμαι λίγο. Είναι ολόλαμπρος μέσα στα μαύρα. Ήταν και εραστής της Αφροδίτης˙ όσο νά’ ναι μετράει. Λέει: «Ξέχνα τα φτερά και τα κεριά και πιάσε την κηροζίνη. Θα κλέψεις το άρμα του μπαμπά, θα πετάξεις όσο πάει και μετά θα βάλεις φωτιά να τα τινάξεις όλα». Αστέρι ο τύπος. Με εμπνέει… Θα καταστρέψω ό,τι έφτιαξε η προηγούμενη γενιά, και θα ζήσω ένα άξιο μηδέν, μια πτήση που να αξίζει την πτώση! Υπάρχει όμως τέτοια πτήση; Θυμάμαι ότι το άλλο όνομα του Φαέθοντα είναι Εωσφόρος. Το ξανασκέφτομαι.
Θα το κάνω. Ετοιμάζομαι για μια επανεκκίνηση όλο τρέλα κι εκείνη την στιγμή, σκάει από το πουθενά ένας μπρατσαράς που μιλάει στο i-phone.
Αυτοπαρουσιάζεται: «Βελλεροφόντης. Έχω και Πήγασο, πάμε μια βόλτα;». Είναι γνωστός για το εργαλείο του. Ένας ίππος μεν, αλλά τούρμπο. Και μπορεί να την ψώνισε λίγο, αλλά είναι γεγονός ότι αυτός σκότωσε τη Χίμαιρα. Και φτερωτό άλογο δώρο του μπαμπά-Ποσειδώνα και νίκη επί της Χίμαιρας. Αυτό είναι πρότυπο! Τον κοιτάς και σου θυμίζει όσα ονειρεύτηκες. Εσύ όμως, ούτε τη Χίμαιρα σκότωσες, ούτε ποντάρεις σε άλογο γκανιάν. Νιώθω τα πόδια μου βαριά. Κάτι δεν έχω μάθει ακόμα. Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εγώ ονειρεύομαι ιπτάμενους. «Εσύ, πώς και έπεσες;» ρωτώ και μου λέει «Ήθελα να τσεκάρω αν υπάρχουν θεοί. Στη ζώνη
της ματαιοδοξίας έχει αναταράξεις… το ψωράλογο με έριξε στην πεδιάδα του περιπλανώμενου. Κι εσύ τα ίδια;»
Ναι, τα ίδια. Κι εμένα το άλογό μου εδώ με έριξε. Στην πεδιάδα του παραπλανώμενου. Ο άπειρος νέος (που ήμουν) μιλούσε σε τετελεσμένο χρόνο, με όρους ρήξης, με συναισθήματα απόλυτα, από το πάθος του να χωρέσει μέσα σε μια στιγμή όλη τη ζωή του. Άμα έπεφτε νόμιζε πως ήταν ένα τιποτένιο σκουλήκι και άμα καθόταν σε ψηλό σκαμνί νόμιζε πως ήταν ο μέγας Αλέξανδρος. Τίποτα όμως δεν αρχίζει στιγμιαία ούτε τελειώνει στιγμιαία. Η ζωή αρχίζει και τελειώνει σε όλη της την διάρκεια. Κι ο αγώνας δεν τελειώνει με μια άκυρη εκκίνηση. Αντιθέτως, αρχίζει. Άρα, κανείς μας δεν έχει δικαίωμα να πει πως έχασε και να αράξει στην ήττα.
Τα φτερά του Ι., το άρμα του Φ., ο Πήγασος του Β., δηλαδή τα μέσα τους για να πετάξουν, ήταν δώρα των γονιών τους. Ίσως δεν είναι συμπτωματικό. Όπως δεν είναι συμπτωματικό ότι και οι τρεις έπεσαν. Δεν θέλω να αυτομαστιγωθώ που ενθουσιάστηκα τόσο με την χαρισμένη μου δύναμη. Ξέρω πως φταίει η προηγούμενη γενιά, αλλά ντρέπομαι να την κατηγορήσω, γιατί, αν γυρνούσα πίσω, πάλι θα δεχόμουν τα δώρα της. Ποιος λέει όχι σε έναν Πήγασο; Ποιος δεν θέλει να κυνηγάει Χίμαιρες; Η ευθύνη σήμερα γίνεται δική μου.
Επιπλέον, οι τρεις εκπεσόντες να γυρίσουν στην αρχαία Ελλάδα. Εγώ ζω στη νέα Ελλάδα, της ακύρωσης και της επανεκκίνησης, και προτιμώ τους πραγματικούς δρομείς, τους άπτερους. Θα είμαστε παρέα όλοι οι μετα-Ίκαροι στη γραμμή της εκκίνησης και θα προπονηθούμε τόσο καλά στις ακυρώσεις, που κάποια στιγμή δεν θα μπορέσει να μας σταματήσει κανείς. Θέλω να πιστεύω ότι η «χαμένη γενιά» θα αντέξει την πρώτη ήττα, και ότι μετά θα έρθει μια αληθινή πρώτη νίκη. Πιστεύω ότι όποιος δεν θέλει να χαθεί, θα εφεύρει ο ίδιος τον εαυτό του. Κι αν αυτό είναι πολύ αισιόδοξο ή ατομιστικό, τότε υπάρχει πάντα και ο Φ.Σ.Φιτζέραλντ, για να μας πείσει ότι στις χαμένες γενιές εμφανίζονται τα πιο λαμπερά (πεφτ)αστέρια. Λάβετε θέσεις λοιπόν.
Μ.Γ.
mariayiayiannou.wordpress.com
[1] Τον όρο εισήγαγε η Γερτρούδη Στάιν, για να χαρακτηρίσει τη γενιά του ’20, που είδε τα ιδανικά της να καταρρέουν και εκπατρίστηκε, ειδικότερα δε για την καλλιτεχνική ομάδα των νέων Αμερικανών μεταναστών στο Παρίσι.
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.