δεμένος είμαι

Χαμός. Παντού. Στοιβαγμένα  τα πράγματα: άχρηστα αντικείμενα, άλμπουμ, βιβλία, περιοδικά, σκέψεις, χρόνια. Έπρεπε να μπει μια τάξη. Τουλάχιστον εξωτερική.

Ξεκίνησα από τις –ακόμα κλειστές (!!!) από την τότε μετακόμιση- κούτες των φοιτητικών μου χρόνων. Κι εκεί σταμάτησα: Παλιές σημειώσεις, ταμπακιέρες και αναπτήρες, άδεια μπουκάλια από αρώματα, σαχλοαντικείμενα απ' το τότε συρτάρι μου αλλά και κάρτ-ποσταλ από τις τσάρκες μου στην αλλοδαπή και ευχετήριες κάρτες από τους παλιούς  φίλους.

Τους παλιούς φίλους… τους παλιούς φίλους… τους παλιούς φίλους… 

Χαϊδεύεις αμήχανα το πληκτρολόγιο… δε ξέρεις τι να πεις… Γιατί; Εσύ ήθελες απλώς να «βολέψεις» τις κούτες. Μια ανάγκη τακτοποίησης. Αυτό μόνο. Δεν είναι εποχή και για άλλες σφαλιάρες…

Να μια ακόμη ανάγνωση τού «Όταν ακούς τάξη, ανθρώπινο αίμα μυρίζει».

Δεν αποχαιρέτισες ποτέ. Καν δεν αποχαιρέτισες. Ίσως γιατί ξέρεις πως δε φεύγεις ποτέ. Ίσως γιατί δεν ξέρεις να φεύγεις. Μονάχα κινείσαι. Διαρκώς. Κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό σου με την κάθε φορά καινούργια πανοπλία σου. Και όσο στριφογυρνάς - λες και βλέπεις ή ζεις κάποιο κακό όνειρο, τόσο μπλέκεσαι περισσότερο. Και τώρα τι θες; Δικαίωση; Άφεση; Με φοβέρες και μ' αίματα... μόνο τις Πανδώρες της μνήμης μπορείς να καλέσεις να σε βοηθήσουν με τις κούτες.

Κι αν είσαι γεννημένος στην άρση της δημιουργίας, είσαι δεμένος στη θέση της ζωής.

Ο χρόνος κυλά σαν το νερό∙ σαν το νερό. Κι εσύ νομίζεις πως απομακρύνεσαι από τα πράγματα, παίρνεις, χρονικές έστω, αποστάσεις ασφαλείας. Να μη σε πονάνε πλέον, να μη σε αφορούν. Γιατί εσύ είσαι πια μακριά. Είσαι αλλού!

Αχ καλέ μου και ανόητε μου, δεν είσαι εσύ το νερό. Εσύ είσαι το αυλάκι. Κι έτσι σε σκάβει ο χρόνος που περνά. Σε σημαδεύει. Όσο κι αν πιστεύεις πως με όλα αυτά τα στολίδια που έχεις περιτυλίξει και ονοματίσει τη ζωή σου, θα προστατευθείς από τη μνήμη και τα τραύματα της. Γκαααααααααααααγκ! Λά-θος! Ούτε καν από τα στιγμιαία άαουτςςς στις αμυχές των παλαιών σου πληγών!

Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, μια κάρτα με υπογραφή … αγνώστου μνήμης:

Να δεις, να ρωτήσεις, να σωπάσεις, να θυμηθείς … να περάσεις καλά!
Σε χαιρετώ – αμήχανα-
Και περιμένω την επιστροφή …
G.K. 

Πώς σκορπίστηκαν όλα και είναι όλα εδώ;

Κωνσταντίνος Βατούγιος
konstantinos@ikariamag.gr

Υ.Γ. Στο τέλος της νύχτας ήρθε ο απέραντος Μίκης, με τα έργα του να μου πει πως ο μόνος τρόπος να μην σκορπίζεις τη ζωή σου,  είναι να τη μοιράζεσαι.

 

Ακολουθήστε τον στο twitter