Στις ακτές της Ικαρίας βρίσκω τα εργαλεία για ν’ανέβω στα ψηλότερα βουνά
Έβλεπα και ξανάβλεπα το ίδιο όνειρο: Ταξίδευα με λεωφορείο μέσα σ’ ένα άδειο και σκονισμένο τοπίο. Γκρίζες πέτρες και βράχια δίπλα στον κακοτράχαλο δρόμο που ακολουθούσαμε και στον ορίζοντα, μόνο ψηλά βουνά. Ούτε πράσινο, ούτε ένα σπίτι γύρω και στο λεωφορείο μόνο μερικοί ταξιδιώτες. Έμοιαζε σαν να είμασταν στην άκρη του κόσμου και σχεδόν μ’ έπιανε κατάθλιψη, καθώς κοιτούσα από το παράθυρο. Πώς να επιβιώσει κανείς σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον;
Ξαφνικά το λεωφορείο σταματούσε και ο οδηγός μου έλεγε να κατέβω. Ξαφνιαζόμουν, αλλά δε μπορούσα να αντιδράσω διαφορετικά, παρά μόνο να ακολουθήσω την εντολή του. Άρπαζα το σάκο μου και σε λίγο βρισκόμουν στο δρόμο, μέσα στη σκόνη που άφηνε πίσω του το λεωφορείο φεύγοντας. Ήμουν σε κατάσταση σοκ, μη ξέροντας προς τα πού να κατευθυνθώ. Μετά, άρχιζα να περπατάω με κατεύθυνση προς τον ορίζοντα. – Τότε ακριβώς ξυπνούσα… νοιώθοντας ακόμα χαμένη, απόλυτα μόνη και τρομαγμένη από το δρόμο που ανοιγόταν μπροστά μου. Όμως, μετά τον πρώτο πρωϊνό καφέ, ξεχνούσα το όνειρο…. Μέχρι την επόμενη φορά.
Tις τελευταίες μέρες, που έχω ξεμείνει λίγο ακόμα στην Ικαρία, είδα πάλι το ίδιο όνειρο.
Είχα πάει μια πρωϊνή βόλτα στα κοντινά βουνά του Αγίου Κυρήκου, λίγο μετά το ξημέρωμα. Πρόσεχα το μονοπάτι, γιατί τα βράχια είναι πολύ επικίνδυνα. Όταν βρήκα τον ρυθμό μου και συνήθισα το μονοπάτι, άφησα τον εαυτό μου στη μαγεία της φύσης που με περιέβαλε: Τα γέρικα δέντρα του δάσους δημιουργούσαν ένα μεγαλοπρεπές θέαμα στο φως του πρωϊνού. Οι γέρικοι πέτρινοι τοίχοι, χτισμένοι πέτρα-πέτρα στα παλιά χρόνια μένουν ακόμα αλώβητοι και διηγούνται την ιστορία της δημιουργίας τους: πώς οι άνθρωποι δούλευαν ο ένας πλάι στον άλλο, σιωπηλά, ιδρώνοντας ενώ έκαναν αυτή τη δουλειά, προσπαθώντας να κρατήσουν μακριά τις κατσίκες από τις καλλιεργημένες μικροεκτάσεις γης όπου καλλιεργούσαν τα λαχανικά και τα φρούτα με τα οποία έτρεφαν τις οικογένειές στους. Πώς να περιγράψω την ομορφιά της ανατολής πάνω από τους Φούρνους; Τις μυρωδιές που με τριγύριζαν; Το φρέσκο θυμάρι, που έχει υπέροχο άρωμα τις πρώτες πρωϊνές ώρες.
Και πάνω απ’ όλα: τη σιωπή! Ακουγόταν μόνο το αεράκι και μερικές φορές μικροί ήχοι από τα κατσίκια και τ’ αρνιά -όταν σήμαιναν τα κουδουνάκια τους- ενώ έτρεχαν τριγύρω. Η βόλτα μου πήρε μια μεταφυσική χροιά και όσο πιο ψηλά ανέβαινα στο βουνό, τόσο πιο πολύ άκουγα τις σκέψεις μου κι ερχόμουν σε επαφή με τα ανομολόγητα συναισθήματά μου. Μερικές φορές χρειαζόμαστε τη σιωπή και τη μοναξιά για να μπορέσουμε ν’ ακούσουμε τις κρυφές, εσωτερικές φωνές μας.
Ηταν φανερό, πως αυτή ήταν μια μοναδική για μένα στιγμή: εκεί ψηλά στα βουνά της Ικαρίας, αντίκρυσα μια καθαρή εικόνα των κρυμμένων μου επιθυμιών: ενώ κοιτούσα τα γέρικα δέντρα και τις ρίζες τους να προσπαθούν να γραπωθούν πάνω στα βράχια ψάχνοντας για ισορροπία και σταθερότητα, έκανα μέσα μου μια δυνατή ευχή: Θέλω να κάνω ρίζες πάλι. Θέλω να φυτέψω τον εαυτό μου κάπου βαθιά στη γη, για να βρω την ησυχία και την ισορροπία μου.
Αν μπορούσα να βρω ένα όμορφο μέρος, θα μπορούσα ίσως να έχω την τύχη να μεγαλώσω και να ανθίσω ξανά. Ένα καλό περιβάλλον ίσως να είναι το νερό που χρειάζομαι. Παραδέχτηκα πως το ταξίδι μου έφτασε στο τέλος του. Τα τελευταία χρόνια ήταν ένας συνεχής αγώνας, πολλές προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσω, νέοι τόποι κι άνθρωποι που γνώρισα και συνεχώς η ίδια ερώτηση: πώς να δημιουργήσω μια δική μου γωνιά.
Συνήθιζα να λέω: «Όπου μπορώ να βολέψω τα βιβλία μου, εκεί είναι το σπίτι μου. Έχω τις ρίζες μου στον αέρα. Μπορούν να βολευτούν οπουδήποτε, να ξεκουραστούν, αλλά όταν είναι ανάγκη, μπορώ να τις μαζέψω και να πάω αλλού». Τώρα, παραδέχομαι ότι δεν θέλω να το ξαναπώ αυτό. Προτιμώ να λέω: «Καλώς όρισα στο σπίτι μου. Το σπίτι μου είναι αυτό και εδώ θέλω να ζω».
Αυτό με τρομάζει λίγο. Η αφοσίωση σ’ ένα τόπο θα μπορούσε να σημαίνει ότι θα πρέπει να σκάψω βαθύτερα για απαντήσεις, που κανονικά δεν με αφορούσαν, αφού έμενα παντού τόσο λίγο. Το να εγκατασταθώ, σημαίνει ότι πρέπει να τελειώνω με το σπίτι και να μη ζω κάτω από μια στέγη υπό αέναη κατασκευή. Σημαίνει ότι θα αποδεχτώ μακροπρόθεσμα το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσω. Σημαίνει ότι θα βρω – κατά κάποιο τρόπο- έναν δρόμο επικοινωνίας με την τοπική κοινωνία.
Το να κάνω ρίζες, θα μπορούσε να σημαίνει ότι ψάχνω για απαντήσεις σε ερωτήσεις σαν αυτές: Πού θέλω να ζήσω; Πώς θέλω να ζήσω; Τι χρειάζομαι για να νοιώσω άνετα; Σημαντικές ερωτήσεις, που ζητούσαν επιτακτικά τις απαντήσεις τους…. Σκεπτόμουν με ένταση ενώ ανέβαινα στο βουνό και παραδέχτηκα τελικά ότι αυτή η πρωϊνή βόλτα θα μ’ έβγαζε σ’ ένα διαφορετικό δρόμο.
Θα μ’ έβγαζε σε ένα άλλο βουνό, ένα βουνό δυσκολοδιάβατο, όπου θα έβρισκα μια θέση για μένα και απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Αλλά αυτή η προοπτική δεν με τρόμαζε. Αντίθετα, πάνω εκεί στο Ικαριώτικο βουνό βρήκα τη σιγουριά πως θα τα καταφέρω. Αργά-αργά (με τον Ικαριώτικο τρόπο) θα προχωρήσω και μια μέρα, θα μου συμβεί. Θα ξαναβγάλω ρίζες! Κι ενώ τα σκεφτόμουν αυτά κι αναγάλλιαζα, κοίταξα γύρω μου και διαπίστωσα πως το μονοπάτι μπροστά μου έμοιαζε με το δρόμο στο όνειρό μου: Βράχια και πέτρες τριγύρω και βουνά στο βάθος του ορίζοντα. Αλλά αντίθετα με το όνειρο, δε φοβόμουν.
Αντιθέτως ήμουν σίγουρη ότι αυτό το βραχώδες μονοπάτι, είναι το μονοπάτι μου…. Και μάλιστα ότι αυτή η αναρρίχηση θα είναι η ωραιότερη που θα αναλάβω – δύσκολη αλλά θα αξίζει. Έτσι στις ακτές της Ικαρίας, ανακάλυψα τα απαραίτητα εργαλεία για ν’ ανέβω το ψηλότερο βουνό μου: Να κάνω στον εαυτό μου τις καταλληλότερες ερωτήσεις, να αποκτήσω εμπιστοσύνη σ’ εμένα και να γεμίσω περιέργεια. Ενδιαφέρον.
Birgit Urban
birgitx-x@gmx.net
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Birgit Urban.