Κρέμομαι από την κουπαστή σαν στεγνωμένο φανελάκι σε απλώστρα. Κοιτάω τα κατακόκκινα κουτουπιέ μου. Είναι πασαλειμμένα με την ειδική αλοιφή για να γιάνουν από το έγκαυμα. Δεν είχα ξανακαεί στο κουτουπιέ. Άσχημο πράγμα να μην μπορείς να βάλεις παπούτσια. Ειδικά αν θέλεις να ανέβεις στο μοναστήρι της Πάτμου. Στο ιστιοφόρο δεν τα χρειάζεσαι, γι’ αυτό άλλωστε δεν τα φοράς και τσουρουφλίζεσαι.
Πότε πέρασαν δέκα μέρες; Σαν χθες μου φαίνεται που το πλοίο με άφησε χάραμα στο ήσυχο λιμανάκι του Ευδήλου. Πότε πήγαμε στον Άγιο Κήρυκο, πότε κολυμπήσαμε στο ηφαίστειο, πότε σκάσαμε στους Φούρνους εκείνο το βράδυ, χαμπάρι δεν πήρα. Αξέχαστη επίσης θα μου μείνει η πανικοβλημένη σμέρνα που μας λαχτάρισε καθώς καθαρίσαμε το λιμανάκι των Αρκιών, αλλά και το ηλιοβασίλεμα από τα υψώματα των νησιών. Σάμπως θα ξεχάσω ‘κείνο το βράδυ αρόδου στο Τράπαλο; Τι ποτάρες, θεέ μου; Βέβαια τώρα δε θέλω να τις σκέφτομαι. Θα τα βγάλω και θα ταΐσω τα ψάρια.
«Μην κοιτάς τα πόδια σου, κοίταζε μακριά, θα σου κάνει καλό», φωνάζει ο καπετάνιος απ’ το τιμόνι για να ακούσω, αφού η μηχανή μας έχει πάρει τα αυτιά. Τι να κάνουμε όμως, δεν μπορούμε να πλεύσουμε κόντρα στον άνεμο με τα ιστία.
Ακολουθώντας τη συμβουλή του καπετάνιου, και ρίχνωντας το βλέμμα μου μακριά, βλέπω την νότια όψη της Ικαρίας να ανεβοκατεβαίνει μπρος στα μάτια μου σαν μπάρα διοδίων. Αυτό με ζαλίζει ακόμα περισσότερο. Πώς τον είπε ο καπετάνιος αυτόν τον καιρό; “Ρεστία”; Ναι, ρεστία. Μεγάλα κύματα που σηκώνουν αργά το ιστιοφόρο και το σκάνε απότομα κάτω. Και μετά πάλι πάνω. Και απότομο σκάσιμο κάτω. Σαν να χορεύει Ικαριώτικο.
Πίσω στην Κοζάνη, μου είχαν πει, πως αν δεν χορέψεις τον Ικαριώτικο στη Λαγκάδα τον Δεκαπενταύγουστο, ακριβώς την ώρα που ξημερώνει, δεν ξέρεις τι θα πει πανηγύρι. Γελούσα τότε αλλά τελικά είδα που είχαν δίκιο. Τι ενέργεια ήταν αυτή; Τι ιαχές; Τι συγχρονισμός, και τι δέσιμο δεκάδες χορευτές άγνωστοι μεταξύ μας. Για τέτοια είμαι εγώ. Τι στον κόρακα ζητάω μεσοπέλαγα ο βουνίσιος; Τι κάνω εδώ με την ομελέτα μισοχωνεμένη στον φάρυγγα; Μήπως να χτύπαγα κι εγώ μεριές δραμαμίνες και να την έπεφτα στο αμπάρι με τους άλλους; Έχουν μουσκέψει τα μαξιλάρια από το σάλιο τους που τρέχει. Τέτοιος λήθαργος πια;
Ας όψεται η διαστροφή μου με την άγρια πανίδα. Μην δω κητώδες να ξεπροβάλει στην επιφάνεια, ηδονίζομαι. Πάντα στην κουπαστή με θυμάμαι από τότε που ταξιδεύω με πλεούμενο. Με το μάτι γαρίδα μήπως και δω κάποιο σάλτο από τα κύματα ή έστω έναν πίδακα απ’ τα πνευμόνια τους. Γιατί να το κρατάω κρυφό; Όλοι το ξέρουνε πλέον, πως το πάθος μου για τις φάλαινες και τα δελφίνια μ’ έφεραν στο Ικάριο κι όχι οι ξακουσμένες παραλίες τις Ικαρίας. Τι κρίμα όμως που δεν είδαμε φυσητήρες δέκα μέρες τώρα θαλασσοδέρνοντας.
Δεν πειράζει. Τουλάχιστον είδαμε μια φώκια. Ή έτσι νομίσαμε βλέποντας από μακριά εκείνον τον Σενεγαλέζο κολυμβητή να μπάζει και να βγάζει το κεφάλι του στο νερό κολυμπώντας πρόσθιο στις ερημικές παραλίες του Φαρμακονησίου. Πώς βρέθηκε εκεί, δεν μας είπε τελικά...
Δεν πειράζει. Φτάνει που με τρόμαξε εκείνος ο πελώριος ροφός στο ναυάγιο των Θυμαίνων. Ή εγώ τον τρόμαξα; Και που επίσης, στο δίπλα λιμανάκι του ναυαγίου, έπαιξα για πρώτη φορά με τις πίνες χρησιμοποιώντας ενοχλητικά τον δείκτη μου.
Δεν είναι λίγα, φεύγω χορτάτος. Αλήθεια. Μόνο εκείνο το καλωσόρισμα που μας ετοίμασαν τα ζωνοδέλφινα λίγο πριν το λιμάανι της Πάτμου το δείλι, θα μου ήταν αρκετό.
Όμως τώρα νιώθω αλλιώς. Αλήθεια, δε νιώθω καλά. Θέλω να σκύψω πάνω στη θάλασσα τα βγάλω. Στο μυαλό μου επιτίθεται η εικόνα και το άρωμα της κολοκυθόπιτας της κυρα-Μαρίας, που είχε ξινίσει από την δεύτερη μέρα. Θέλω να αλλάξω την εικόνα με το ψητό κατσίκι στο πανηγύρι της Λαγκάδας αλλά αυτό μάλλον χειροτερεύει τα πράγματα.
Βλέπω την Ικαρία από μακριά, να ανεβοκατεβαίνει κοροϊδευτικά μπρος στα μάτια μου. Την νιώθω να γελάει σαρκαστικά με το στεριανό χάλι μου. Σαν κοπέλα που έβαλε να πιούμε. Με μέθυσε, κι αυτή ακόμα αντέχει.
«Δελφίνι!» φωνάζει ξαφνικά ο πλατύποδας Νικήτας, και τρέχει με το χαρακτηριστικό ατσούμπαλο και θορυβώδες πιλάλημά του στην άλλη πλευρά.
«Σταμάτα να τρέχεις έτσι, το τρόμαξες το ζώο! Μέσα από το νερό, σ’ ακούει σαν πυροβολισμούς εν σειρά. Και δεν είναι δελφίνι, είναι Ζιφιός», τον μαλώνει ο καπετάνιος.
«Ζιφιός! Μας πλησίασε ζιφιός!» σκέφτηκα κι ένιωθα την καρδιά μου χτυπάει πάλι, και να βγαίνω από το "safe-mode" που τα κύματα με είχαν ρίξει. Μπορεί να μην στάθηκα τυχερός για να δω τους φυσητήρες του Ικάριου αλλά είχα μια ευκαιρία να συναντηθώ με το δεύτερο είδος οδοντωτής φάλαινας της περιοχής.
Τι φάλαινα δηλαδή; Περισσότερο με δελφίνι μοιάζει. Ένα τεράστιο δελφίνι μήκους τουλάχιστον επτά μέτρων - με το συμπάθιο. Ζιφιός! Τι παράξενο όνομα; Καθόλου δεν θα ήθελα να με λένε έτσι. Ούτε κι η ζωή που κάνει με συναρπάζει βέβαια. Όλη την μέρα του, την περνάει μοναχικά κυνηγώντας βαθύβια καλαμάρια στα σκοτεινά θαλάσσια φαράγγια της Ικαρίας. Στην επιφάνεια βγαίνει μόνο για να αναπνεύσει. Καμία σχέση με τα παιχνιδιάρικα δελφίνια που ζούνε σε κοπάδια στην επιφάνεια.
Παρόλα αυτά, θέλω πολύ να το δω και να το φωτογραφίσω. Δεν βιάζομαι, έχω χρόνο. Τουλάχιστον δέκα λεπτά. Οι ζιφιοί συνήθως ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια μετά από δεκαπέντε λεπτά κατάδυσης. Συνήθως σκάνε πίσω από την πρύμη των πλοίων, νομίζοντας -οι γλυκούληδες- ότι τα πλοία είναι κήτη, και δεν θα τους πάρουν είδηση αν σκάσουν στην «τυφλή» τους περιοχή!
Βγάζω τη φωτογραφική μηχανή από τη θήκη της και σέρνομαι μέχρι την πρύμη, όταν όλοι οι άλλοι περιέργως μαζεύονται στην πλώρη με τις φωτογραφικές τους. Ο καπετάνιος χαμηλώνει ταχύτητα. Σχεδόν μηδενίζει. Αυτό κάνει το ιστιοφόρο να κουνιέται ακόμα περισσότερο.
Στην πρύμη, συνειδητοποιώ ότι το πράγμα έχει αγριέψει. Τα κύματα κουνάνε το ιστιοφόρο πολύ δυνατά. Στην πρύμη νιώθω την μια να κοιτάω κατάματα τη θάλασσα, και την άλλη τα σύννεφά ψηλά στον ουρανό. Μου θυμίζει την κούνια «καραβάκι» του λούνα-παρκ που πήγαινα μικρός. Καταλαβαίνω πλέον ότι από την πλώρη η θέα στην πίσω πλευρά του ιστιοφόρου είναι καλύτερη. Κάτι ήξεραν όλοι οι άλλοι εκτός από μένα.
Σέρνομαι πίσω στην πλώρη, γαντζώνομαι με το ένα χέρι από τα ξάρτια του φλόκου, και με το άλλο κρατάω την φωτογραφική σε επιφυλακή.
Η μηχανή σταματάει. Ησυχία. Μόνο τα κύματα ακούγονται. Και κάποια στιγμή, εκεί, πίσω από την πρύμη, στην «τυφλή» οπτική γωνία του ιστιοφόρου, με φόντο τα βουνά της Ικαρίας, ξεπροβάλει μέσα από τα θορυβώδη κύματα το μεγαλόσωμο κήτος. Μια καφετιά γυαλιστερή ράχη μέσα στα γαλανά νερά. Παίρνει μια ανάσα –τον ακούμε- και ξαναβυθίζεται. Δύο δευτερόλεπτα κράτησε η επαφή; Τρία;
Το ιστιοφόρο σκάει πάλι κάτω και με ρίχνει στο κατάστρωμα. Μένω με κομμένη την ανάσα και την μηχανή ανά χείρας σχεδόν ένα λεπτό. Δεν πρόλαβα να πατήσω το κουμπί. Η πλάτη μου πονάει, και με τα σκασμένα από τον ήλιο και την αλμύρα χείλια μου ψιθυρίζω:
Μοναχική μου ύπαρξη, ντροπαλέ καλαμαροθηρευτή, βασιλιά των σκοταδιών του Ικάριου, μου χρωστάς μια πόζα. Θα ξανάρθω, να σε φωτογραφήσω. Στην επόμενη συνάντησή μας, δεν θα ξεχάσω να πατήσω το κουμπί. Όσο κι αν ενθουσιαστώ πάλι από την επιβλητική ανάδυσή σου. Στο υπόσχομαι.
Νικάνωρας Βαντσιώτης
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.