Η Ικαρία πρωτομπήκε στον χάρτη μου μαζί με τους τρομοκράτες. Φυσικά, ανακατωμένες λέξεις-κλειδιά υπήρχαν προεγκατεστημένες στο κεφάλι μου (πολιτικοί εξόριστοι, πανηγύρια, ΚΚΕ, γκρούβαλοι, σκηνές στο ρέμα του Να), αλλά πραγματικά διάσημη στο σύμπαν το δικό μου έγινε ως γενέθλια γη των Ξηρών. Αυτό, όμως, που με έσπρωξε να πάρω το ατελείωτο βραδινό δρομολόγιο Πειραιά-Κύθνος-Σύρος-Τήνος-Ικαρία για να τη συναντήσω ήταν μια φράση: «Η Ικαρία ή σ’ αγκαλιάζει ή σε κλοτσάει. Ενδιάμεσο δεν υπάρχει». Η περιέργεια, όπως πάντα δηλαδή. Θα κλοτσηθώ ή θα φιληθώ;
Πάνω στο πλοίο αράξαμε σ’ ένα παγκάκι στο κατάστρωμα κι ανασαίναμε αυτό τον ειδικό καραβίσιο αέρα που θρέφει τις προσδοκίες. Ούτε διαβάζαμε, ούτε τίποτα. Ανασαίναμε μόνο. Άνθρωποι περνούσαν από μπροστά μας με το τριήμερό τους, την εβδομάδα τους, τον μήνα τους στα δόντια σαν καλοκαιρινή ταυτότητα, έτοιμοι να ηλιοκαούν, να ερωτευτούν, να φιληθούν και να κλοτσηθούν χωρίς να το ξέρουν.
«Ώστε Ικαρία κι εσύ;». Μια οικεία φωνή στο δεξί μου αυτί, ένα αγκάλιασμα από πίσω. Γυρίζω σαν να με πιάσανε στα πράσα. Ήταν ένας γνωστός μου, συγγραφέας κι αυτός.
«Ναι, κι εσύ;».
«Εγώ είμαι υιοθετημένος Καριώτης. Δέκα χρόνια θητεία. Πού θα μείνετε;».
«Στον Χριστό, στις Ράχες».
«Τέλεια. Κι εγώ εκεί μένω. Απόψε το βράδυ έχω παρουσίαση του βιβλίου
μου στην πλατεία. Θα ‘ρθείτε;».
«Φυσικά θα ‘ρθούμε. Τι ώρα είπες;».
«Εννιά».
«Θα τα πούμε στις εννιά, λοιπόν».
Φτάσαμε αξημέρωτα στον Εύδηλο. Ένα καφενεδάκι στην παραλία έμενε διανυκτερεύον για να γιατροπορέψει τη νύστα κάθε καινούργιας φουρνιάς.
Καλά αρχίσαμε, σκέφτηκα και ρούφηξα μια τεράστια γουλιά καφέ. Η πράσινη αχτίδα είχε ήδη φανεί. Ξημέρωνε αμετάκλητα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στον Χριστό, στις Ράχες. Το ξενύχτι και η ζέστη που σηκωνόταν μαζί με τον ήλιο μας νάρκωναν. Όταν φτάσαμε, βρήκαμε το ξενοδοχείο, πήραμε το κλειδί, πετάξαμε όπως όπως τα πράματά μας στο δωμάτιο και το ρίξαμε στον ύπνο. Στο όνειρό μου κατέβηκε η φωτογραφία που κρεμόταν πάνω απ’ το κρεβάτι: ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Κατράκης εξόριστοι, νέοι, ψηλοί, λυγεροί κι αστραφτεροί από μέλλον, έκαναν κατήχηση στους Καριώτες, κάνοντας ταυτόχρονα τα γλυκά μάτια στα κορίτσια. Όταν ξυπνήσαμε ήταν ήδη οχτώ.
«Τι ώρα είπες είναι η παρουσίαση;».
«Εννιά».
«Ωχ, αργήσαμε. Μπαίνω να κάνω μπάνιο».
«Γρήγορα».
Γρήγορα, τρόπος του λέγειν. Παναγίτσα μου, είναι δυνατόν; Άντρας και να ‘ναι πιο αργός από μένα; Τελικά, βγήκε σε μισή ώρα. Σχεδόν τον έσπρωξα και μπήκα τρέχοντας.
«Σου έχω πει, ρε γαμώτο, πως δεν θέλω να αργώ. Άμα λέμε εννιά, εννοούμε εννιά».
Μου ανακάτεψε τα μαλλιά αντί απαντήσεως. Αργός μεν, έξυπνος δε.
Σαπουνίστηκα με το σύστημα επιτάχυνσης των πυραύλων που χρησιμοποιούν το ακρωτήριο Κανάβεραλ κι εγώ σε στιγμές που παίζεται η αξιοπιστία μου. Δεν στέγνωσα καν τα μαλλιά μου. Δεν έβαλα καν άρωμα. Βγήκαμε στο δρομάκι κι αναζητήσαμε την πλατεία. Η βιασύνη και μια άταχτη πέτρα μού ρήμαξαν και τη σαγιονάρα.
«Τι ώρα είναι;» τον ρώτησα με αγωνία.
«Εννιά και τέταρτο» είπε, κοιτάζοντάς με λοξά.
«Μα, πού σκατά είναι όλοι; Λες να τελείωσαν και να φύγανε;».
«Βιβλίο παρουσιάζουν παιδί μου, όχι τηλεγράφημα», είπε απηυδισμένος αυτός. Καλή και η συνέπεια, αλλά άσε μας ρε κορίτσι μου, αυγουστιάτικα.
Κοίταξα ένα γύρο. Δεν ήταν που έλειπε ο συγγραφέας και το κοινό του, ήταν που έλειπαν όλοι ανεξαιρέτως. Φαρμακεία, φούρνοι, μανάβης, σούπερ μάρκετ κλειστά, τα μπαρ με ρολά κατεβασμένα. Κάτσαμε στις καρέκλες ενός από τα κλειστά καφενεία και περιμέναμε σαν τις μωρές παρθένες απ’ την ανάποδη. Αν μας ρωτούσες τότε τι, δεν θα ξέραμε να σου απαντήσουμε. Αν με ρωτάγατε σήμερα, θα σας έλεγα περιμέναμε το νησί να δώσει σήμα: για χαστούκι το πάμε ή για φιλί;
Κατά τις δέκα και μισή ακούμε πίσω απ’ την πλάτη μας τον ήχο των ρολών που ανεβαίνουν. Στρέφομαι απότομα και φερμάρω σαν σκύλος. Το πρακτορείο Τύπου άνοιγε! Σηκώνομαι αυτομάτως και ορμάω προς το μέρος του.
Μπαίνοντας, είδα αναρτημένη και την αφίσα της εκδήλωσης. Την τσέκαρα για να βεβαιωθώ. Μάλιστα. Ο συγγραφέας τάδε σας καλεί στην πλατεία για να σας παρουσιάσει το βιβλίο τάδε στις εννιά το βράδυ. Ηρέμησα. Τουλάχιστον, δεν ήταν δικό μου το λάθος.
«Με συγχωρείτε. Η παρουσίαση αυτή ισχύει;», ρώτησα τον στρουμπουλό ιδιοκτήτη.
«Αμέ».
«Ναι, αλλά δεν έχει έρθει κανείς. Είναι δέκα και μισή. Ούτε καν ο συγγραφέας δεν έχει έρθει».
«Καλά ντε… θα ‘ρθουν. Νωρίς είναι ακόμα».
«Τι νωρίς; Είναι δέκα και μισή περασμένες. Εδώ λέει εννιά».
Ο άνθρωπος σήκωσε τα μάτια για πρώτη φορά και με κοίταξε προσεκτικά.
«Εννιά καριώτικη ώρα, αγάπη μου».
«Δηλαδή;».
«Δηλαδή, κατά τις δώδεκα θα εμφανιστεί ο συγγραφέας. Δωδεκάμιση θα
αρχίσουν να μαζεύονται».
Άλαλα τα χείλη των ασεβών. Τη στιγμή που ένιωσα πως η σιωπή μας θα μετασχηματιζόταν σε κλοτσιά, άνοιξα το στόμα και είπα βιαστικά.
«Θα ήθελα την “Καθημερινή” την κυριακάτικη χωρίς τα μπιχλιμπίδια. Έχετε;».
«Βεβαίως. Την Τρίτη», είπε αυτός, συνεχίζοντας να στοιβάζει κάτι περιοδικά όλο μπικίνι και διαζύγια.
«Τι εννοείτε την Τρίτη;», επέμεινα γαϊδουρινά εγώ.
«Τις κυριακάτικες τις φέρνουμε στο χωριό την Τρίτη».
«Γιατί; Τόσα δρομολόγια έχετε κάθε μέρα; Πλοία, αεροπλάνα…».
«Γιατί δεν θέλουμε να μας μαυρίσουν την ψυχή, κορίτσι μου. Διαβάζεις και νομίζεις ότι ήρθαν τα ύστερα του κόσμου. Αν τα διαβάσεις την Τρίτη όμως, ξέρεις πως κάτι έγινε. Δεν πεθάναμε, βρε αδερφέ. Τα κουτσοκαταφέραμε».
«Οπότε να ξαναρθώ την Τρίτη;».
«Γιατί δεν παίρνεις αυτή; Της Παρασκευής είναι. Έχει ωραία νέα. Η Μενεγάκη πήγε στην Επίδαυρο με το αμόρε, λέει. Μεγαλεία!».
Τα γέλια που έβαλα ακούστηκαν μέχρι το βάθος της πλατείας. Εκείνος έστρεψε το κεφάλι και με είδε να πληρώνω την εφημερίδα με τα μεγαλειώδη νέα. Έτρεξα έξω. «Τελικά, θα μας φιλήσει», του είπα. Και τον φίλησα εγώ πρώτη..
Λένα Διβάνη
lifo.gr