Για την Ικαρία τον Ιούνιο, μακριά από τις ορδές των τουριστών του Αυγούστου, ούτε έχω γράψει, ούτε έχω ξαναπεί. Είναι ευκαιρία. Για την Ικαρία έχουν γράψει πολλοί – πρώτος εγώ αρκετές φορές. Έρωτας ανεξίτηλος – μια καλή μοίρα μου δωσε τη μισή καταγωγή από εκεί, την άλλη μισή από τη Νάξο. Για την Ικαρία τον Ιούνιο όμως, μακριά από τις ορδές των τουριστών του Αυγούστου, ούτε έχω γράψει, ούτε έχω ξαναπεί. Είναι ευκαιρία. Του Θεού η χάρη μας φυλάει απ’ τα σουξέ. Ένας προνοητικός Θεός με προφύλαξε από δύο πράγματα: Την έξοδο Σάββατο βράδυ και τις διακοπές τον Αύγουστο. Το πρώτο γιατί υπήρξα ποδοσφαιριστής που το σεβόμουν μέχρι κεραίας να είμαι και Σάββατο πριν τον αγώνα καθόμουν σπίτι για δέκα χρόνια – κι άλλα δεκαεπτά, τα Σαββατοκύριακα δουλεύω. Αν μ’ αφήσεις Σάββατο βράδυ στην Αθήνα μαζί με τους εξοδούχους στου Ψυρρή και στα πέριξ, θα χαθώ. Θα με πιάσει αγοραφοβία. Όσοι πιστοί προσέλθετε στην απόλαυση της καθημερινής. Και το δεύτερο, γιατί απ’ τον Ιούνιο σαν τους δασκάλους, η «σεζόν» φθίνει προς το τέλος, τόσο που τον Αύγουστο ξαναρχίζει – μόνο για το πανηγύρι της Λαγκάδας αξίζει να δραπετεύσω από την άδεια Αθήνα. Είναι ευεργετικό να έρχεσαι όταν οι υπόλοιποι πηγαίνουν. Κι όταν έμπαινα στο αεροπλάνο το μεσημέρι του Σαββάτου για το αεροδρόμιο της Ικαρίας, το οσμιζόμουν ότι μόνο σε καλό θα μου βγει. Μην παρεξηγείτε το πρώτο πρόσωπο, είναι έμμεσο προσκλητήριο για τους υπολοίπους. Να οδηγείς τζιπάκι στους δρόμους και τα βουνά της Ικαρίας αρχές Ιουνίου είναι εμπειρία να τη μοιραστείς. Ένας σοφός, ωραίος άνθρωπος, στεριανός όμως, Πελοποννήσιος, όταν του έλεγα ότι είμαι νησιώτης μου ‘λεγε, «α, δεν συγκρίνεται η περίπτωσή μας, εγώ βουτάω το αυτοκίνητο και πάω, εσύ έχεις να περάσεις θάλασσα». Η αλήθεια είναι ότι μαζί με κάτι ταλαιπωρίες της γνωστής βραδυκίνητης θαλασσοβιομηχανίας του Αιγαίου τα τελευταία δύο χρόνια, το είχα ασπαστεί. Μ’ έπιανε μελαγχολία που τη φράση αυτή έπρεπε να την παραδεχθώ. Πράγματι έπρεπε να περνάω θάλασσα – και στην Ελλάδα αυτό μπορεί να είναι καταδίκη. Αλλά αυτός ο Ιούνιος σ’ αυτό το νησί που έχει σημαδέψει πολλούς κι όχι μόνο εμένα, μου ξανάδωσε την αγάπη για τον αέρα που φυσάει εκεί και τα πεύκα και τους ανοιχτούς ορίζοντες με το Ικάριο που είναι σχεδόν πάντα άγριο. Κι όσο κι αν ο Ιούνιος, - απ’ τα τέλη Μαίου καλύτερα – θεωρείται ο μήνας των «γκρουπ των Ελβετών» που φορτώνονται σακίδια και κάνουν τους υγιεινιστές αλπινιστές στα νησιά μας, το γλέντι το βράδυ του περασμένου Σαββάτου δεν το έχω περάσει ούτε Αύγουστο ούτε Ιούλιο σε νησί. Αυθόρμητα όλα στον Αρμενιστή, στη βόρεια πλευρά του νησιού, τη δική μου πλευρά, με ούζο, μπουζούκια, κιθάρες, χαμόγελα, χορούς – σαν Αύγουστος του Παπάζογλου ήταν ο Ιούνιος. Ανταλλάσσω την άδεια του Αυγούστου με λιγωμένο ενδιαφερόμενο.