Μνημόσυνα, Πανηγύρια και η απαγόρευση της σφαγής με τις παραδοσιακές μεθόδους*
“Μόνο αν εξαλειφθούν οι σατανικές επιρροές του πότλατς, θα μπορέσουν οι Κουακιούτλ να πάνε μπροστά”
Πράκτορας William Halliday, 1883
Οι τελευταίες εξελιξεις στη κτηνοτροφία φέρνουν τους κτηνοτρόφους αντιμέτωπους με το ενδεχόμενο της οικονομικής και κοινωνικής τους σύνθλιψης. Μαζί τους και η ίδια η Καριώτικη κοινωνία και ο πολιτισμός της έρχονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο της δομικής τους αποδιάρθρωσης. Και αυτό διότι το Μνημόσυνο που κάνουμε το Πάσχα και τα πανηγύρια μας, -που είναι από τα δομικά στοιχεία του ντόπιου μας πολιτισμού-, βρίσκονται μπροστά στο ενδεχόμενο της αποδιοργάνωσής τους. Κι αν αυτό ακούγεται βαρύ ή έστω υπερβολικό, η εμπειρία άλλων τοπικών κοινωνιών με αντίστοιχα έθιμα, το επιβεβαιώνει. Το παράθεμα που προηγείται αφορά το πότλατς (πανηγύρι) των Ινδιάνων Κιουακιούτλ και είναι απόσπασμα πράκτορα της Καναδέζικης κυβέρνησης που προσπαθούσε να βρεί τρόπους να τους αποδυναμώσει και να ελέγξει τους φυσικούς τους πόρους.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι, τι θα σημαίνει για το παμπάλαιο έθιμο του Μνημoσύνου και για τα πανηγύρια μας μια ενδεχόμενη εφαρμογή της νομοθεσίας που κηρύττει παράνομη τη σφαγή με παραδοσιακές μεθόδους και μάλιστα όταν δεν υπάρχει νόμιμο σφαγείο στην Ικαρία;
Όσοι γνωρίζουμε τα Μνημόσυνα και τα πανηγύρια της Ικαρίας ξέρουμε ότι Μνημόσυνο και πανηγύρι χωρίς καριώτικο κατσίκι και καριώτικο κρασί δεν γίνεται. Η κτηνοτροφία αποτελεί πυλώνα της τοπικής μας οικονομίας, με το κρέας να είναι το κύριο προϊόν της. Με το κρέας αυτό προμηθεύεται όχι μόνο η τοπική αγορά (νοικοκυριά, πανηγύρια, γάμοι, βαφτίδια), αλλά και η αγορά της Αθήνας. Οι επιδράσεις μιας τέτοιας πολιτικής για την τοπική οικονομία είναι περισσότερο από προφανείς: η υποχρέωση της σφαγής των κατσικιών σε σφαγεία εκτός της Ικαρίας, δεν κάνει μόνο κοστοβόρα τη διάθεση κρέατος στην αγορά της Αθήνας και στην αγορά της Ικαρίας, αλλά επιπλέον καθιστά παράνομη την άμεση πώληση κρέατος σε συγγενείς, χωριανούς, κοντοχωριανούς και φίλους των κτηνοτρόφων, όπως και στα πανηγύρια και στα Μνημόσυνα των χωριών, σε γάμους και βαφτίδια.
Με το τρόπο αυτό η κοινωνικο-οικονομική ομάδα των κτηνοτρόφων, που ήδη δέχεται ισχυρή πίεση με το θέμα της σφραγίδας για περισσότερο από ένα χρόνο, εξωθείται βίαια προς την οικονομική εξαθλίωση. Και με ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού μας εξαθλιωμένο (και όπως όλα δείχνουν, δε θα πρόκειται μονάχα για τους κτηνοτροφους, αλλά για ένα μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού της Ικαρίας), ποιά κοινωνία θα μπορεί να γιορτάσει με τα πανηγύρια της τη συνεκτικότητά της, τη μνήμη της, την ίδια τη ζωή; Μαζί με τους κτηνοτρόφους, θα ξεριζωθεί ένα ολόκληρο παραδοσιακό σώμα γνώσης που είναι δεμένο με την άσκηση της κτηνοτροφίας, που μεταβιβαζόταν για αιώνες ως οικογενειακή παράδοση ανάμεσα στις γενεές και που απέχει πολύ από το να είναι στατικό. Μαζί με αυτό το σώμα γνώσης όμως, θα περάσουν στη λήθη και άλλες γνώσεις που είναι δεμένες με τη κτηνοτροφική παράδοση, όπως -για να αναφέρω μόνο μερικές- παραδοσιακοί κανόνες υγιεινής, γνώσεις σχετικές με τις κτηνοτροφικές εορτές και τελετουργικές γνώσεις, ονοματοθεσίες και τοπωνύμια, ιστορίες προφορικής παράδοσης που συνδέονται με το χώρο.
Η τοπική οικονομία δεν αποτελείται μόνο από την αγορά που ελέγχουν οι κρατικές υπηρεσίες (οικονομίας της αγοράς), όπως συχνά υποτίθεται εσφαλμένα. Αποτελείται και από την αγορά που ελέγχουν οι ίδιοι οι ντόπιοι (οικονομία του δώρου) που με τα νοικοκυριά τους, τα οικόσιτα, τους κήπους, τα αμπέλια, τις ελιές και τα δεντρικά τους εξασφαλίζουν ένα μέρος απ’ αυτά που χρειάζονται για να ζήσουν, παρακάμπτωντας συχνά την οικονομία της αγοράς** . Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το θεμελιώδες δικαίωμά μας να μπορούμε να επιβιώνουμε στον τόπο μας αξιοπρεπώς, κινητοποιώντας τους φυσικούς μας πόρους (όπως βοσκοτόπια και νερά) και με τους κόπους της εργασίας μας, δίχως να εξαρτώμαστε ολότελα από την οικονομία της αγοράς. Τα πανηγύρια και τα Μνημόσυνα, γιορτάζουν αυτήν ακριβώς την ικανότητα των κοινοτήτων μας να παράγουν σε αφθονία κρέας και κρασί και να κινητοποιούν εργασία και χρήμα. Και πρόκειται για μια αφθονία που εξασφαλίζεται από το γεγονός ότι οι ίδιες οι κοινότητες ελέγχουν τους δικούς τους πόρους από τους οποίους παράγονται αυτά που είναι ουσιώδη για τη ζωή.
Αρκετά από τα κατσίκια που προσφέρονται στα πανηγύρια έναντι τιμής, ή στα Μνημόσυνα των χωριών της Βορειοδυτικής Ικαρίας, είναι οικόσιτα. Επομένως, ο συγκεκριμένος κανονισμός αποκλείει το ενδεχόμενο να πωληθεί οικόσιτο ζώο σε πανηγύρι ή να το προσφέρουμε στη μνήμη των προγόνων μας. Έτσι, νοικοκυριά που έως τώρα συμπλήρωναν το μικρό τους εισόδημα πουλώντας μια κατσίκα στο πανηγύρι, πλέον αποκλείονται από αυτή τη δυνατότητα.
Η ‘εναλλακτική’ λύση που προτείνεται απέναντι στις ‘ξεπερασμένες’ παραδοσιακές μεθόδους σφαγής, είναι ένα μαρτυρικό για τα ζωντανά ταξίδι στο τόπο της σφαγής τους, πράγμα ειρωνικό για μια κοινωνία που διακηρύττει τα δικαιώματα των ‘βαρελόσκυλων’. Επιπλέον ορίζεται ότι η προμήθεια κρέατος θα γίνεται μόνο διαμέσου των κρεοπώληδων, στους οποίους φυσικά θα στοιχίζει πολύ ακριβά το καριώτικο κατσίκι (και βέβαια αμφίβολη τη ποιότητα του κρέατος), οπότε δύσκολα θα το προτιμούν. Το υψηλό κόστος μεταφοράς και σφαγής μπορεί να σημάνει ακόμα και την προσωρινή αναβολή του εθίμου του Μνημόσυνου -που βρίκεται προ των πυλών- και των πανηγυριών μας ή έστω την ώθησή τους στη σφαίρα της παρανομίας***.
Μια έστω και προσωρινή παύση των πανηγυριών και των Μνημοσύνων θα ήταν αποδιαρθρωτική για τους κοινωνικούς μας ιστούς: αυτά, διαχρονικά μας έδεναν και μας δένουν με τους προγόνους μας. Οι προσφορές σε αυτά ορίζονταν ως όροι στις διαθήκες τους και στις μέρες μας, οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν προσφορές στη μνήμη τους (αντίδωρο, κατσίκια, συμμετοχή, δωρεές για τους ίδιους σκοπούς που γίνονται τα πανηγύρια). Τα πανηγύρια μας δένουν με τους συγγενείς, τους γείτονες και τους φίλους μας, που επιστρέφουν απ’ όπου κι αν βρίσκονται, ανανεώνοντας κάθε φορά τις σχέσεις μας και τις κοινές μας αναφορές. Μας δένουν επίσης με τους τόπους των προγόνων μας, στους οποίους επιστρέφουμε κάθε χρόνο για να τιμήσουμε τους αγίους, το χωριό και τους ανθρώπους του- ζώντες και νεκρούς. Με τη συμμετοχή μας και τη προσφορά μας σε αυτά ανανεώνουμε κάθε φορά τη συμμετοχή μας στη κοινότητα, ανανεώνουμε τη τοπική μας ταυτότητα, την ίδια μας τη πολιτισμική παράδοση (που επίσης απέχει από το να είναι στατική). Εξασφαλίζεται με αυτό το τρόπο ένα αίσθημα συνέχειας μεταξύ των γενεών, δένοντάς μας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Τέλος, τα πανηγύρια αποτελούν μια «κεντρική αρένα», που όπως κάθε άλλη εορταστική πρακτική, είναι σημαντική για την πορεία των ιστορικών μετασχηματισμών. Πράγματι, από τις αυγές του 20ου αιώνα, όταν τα πανηγύρια στράφηκαν προς «κοινωφελείς σκοπούς», -κατευθύνοντας τα έσοδά τους προς τη κατασκευή σχολείων, την επισκευή εκκλησιών, και αργότερα σε δρόμους, υδρευτικά-αδρευτικά έργα, πολιτιστικές αίθουσες ανάμεσα σε άλλα-έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ενεργή βελτίωση των όρων ζωής της κοινότητας. Και μάλιστα σε εποχές που η κρατική συμβολή στα έργα υποδομής πάνω στην Ικαρία ήταν πενιχρή. Μια παύση των πανηγυριών στη σημερινή ιστορική συγκυρία θα αποδυνάμωνε σημαντικά τις κοινότητές μας και τους Συλλόγους των χωριών, που με τα έσοδα από τα πανηγύρια εξακολουθούν να χρηματοδοτούν δράσεις που είναι ζωτικές για τις ίδιες τις κοινότητες.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο, μια έκκληση στη λογική: σε μια τόσο κρίσιμη εποχή, αντί να αναζητούμε ευθύνες και ‘δαίμονες’ για το σημαντικό οικολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία, θα ήταν ίσως περισσότερο χρήσιμο να βάλουμε τις διαφορές μας στη άκρη και να αναζητήσουμε λύσεις μαζί με τους κτηνοτρόφους μας, συνεργαζόμενοι μαζί τους. Οι ίδιοι έχουν να μας προτείνουν λύσεις αντλώντας δημιουργικά από το σώμα των παραδοσιακών διαγενεακών γνώσεων. Εξάλλου δεν νοείται, στο όνομα του περιορισμού της ανεξέλεγκτης βόσκησης ή της τήρησης κανόνων υγιεινής να καθίστανται παράνομες πρακτικές αιώνων και μάλιστα στα πλαίσια ενός πολιτισμού που έχει τραβήξει το διεθνές ερευνητικό ενδιαφέρον λόγω της μακροζωίας των κατοίκων που μετέχουν σε αυτόν. Η αντίσταση σε αυτές τις πολιτικές αποφάσεις ισοδυναμεί με ενεργή προσπάθεια για τη προστασία του ιδιαίτερου ντόπιου πολιτισμού μας. Για μας τους ίδιους, η προστασία του ντόπιου μας πολιτισμού σημαίνει ότι μας επιτρέπεται το αυτονόητο: να συνεχίσουμε να ζούμε με αξιοπρέπεια, γνωρίζοντας και εμπιστεύοντας ο ένας τον άλλον, γνωρίζοντας τη γη μας και τους προγόνους μας. Σημαίνει ότι θα εξακολουθήσουμε να ζούμε στους δικούς μας χρόνους- αυτούς που σημαδεύουν τα πανηγύρια μας και τα Μνημόσυνά μας- και να έχουμε μνήμη ως κοινωνία.
Μαρία Μπαρέλη-Γαγλία
υπ.Δρ. Κοινωνιολογίας
gagmaba@yahoo.gr
*Το παρόν άρθρο βασίζεται στη διδακτορική διατριβή με τίτλο: «Κοινωνική Αναπαραγωγή, Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί και Τελετουργικές Πρακτικές: Η περίπτωση του Ικαριώτικου Πανηγυριού».
**Η κινητοποίηση πόρων και εργασίας για αυτοκατανάλωση –ιδίως μετά το ’70 και εως τις μέρες μας- γινόταν για την εξασφάλιση όχι τόσο των αναγκαίων για τη ζωή, αλλά για ένα ποιοτικό ζειν. Ωστόσο στις μέρες μας υπάρχει μεγάλος αριθμός νοικοκυριών, τα μέλη των οποίων δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν πάνω στο νησί αν ήταν πλήρως εξαρτημένα από την οικονομία της αγοράς.
***Ωστόσο, ακόμα και όταν γίνει σφαγείο στην Ικαρία, η εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στη τέλεση των εθίμων αυτών, που όμως, η σε βάθος συζήτησή τους ξεφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου.