Ποτέ της δεν ήταν καλή στο να θυμάται στιγμές. Ζούσε έτσι απλά, χωρίς να δίνει σημασία στα στιγμιότυπα της ζωής της. Τόσο που αν της ζητούσε κανείς να ξεθάψει την πιο πρώτη της μνήμη, όσο και να ‘ψαχνε μέσα της δεν θα έβρισκε τίποτα πιο παλιό από κάτι μνήμες του δημοτικού. Κι αυτές κομματιaσμένες, θολές και στραπατσαρισμένες από το πέρασμα των χρόνων.
Ένα κόκκινο σακ βουαγιάζ (από δερματίνη όπως θα μάθαινα αργότερα) ακουμπισμένο στο μωσαϊκό, η πρώτη εικόνα… μέσα στο καφενείο που, χρόνια αργότερα, θα το δούλευε ο Γιάννης, στην πλατεία του χωριού. Θα ξημέρωνε σύντομα, αλλά όχι ακόμα… η Μάγδα πήγε να φέρει μια λάμπα πετρελαίου να ανάψει στο καφενεδάκι, να μη φοβηθώ, μάσαλά του το μωρό, η μάνα μου φοβόταν μην πάει κανάς σκόρφης κάτω από τις τσάντες, πήγαινε να δεις Μανώλη, θα μπορέσει να μας πάει ο Αθηνόδωρος με την βάρκα;