Φωτογραφία: Μαρία Ζούλια
Το κύμα με ξύπνησε μαύρα χαράματα.
Καλά - καλά δεν βγήκε ακόμα ο Αύγουστος, ήταν 30 του μήνα και το φθινοπωρινό αεράκι, αρκετά δροσερό, χάδευε τις ζεστές πέτρες. Ξέσκεπος στο κρεβάτι μου, κρύωνα. Έγειρα το παράθυρο, για πρώτη φορά.
Δεν θα αργούσε να ξεμυτίσει ο ήλιος μεταξύ Σάμου και Φούρνων. Οι πρώτες ακτίνες του, θριαμβευτικά θα εισέβαλαν στο δωμάτιο μου από ένα παράθυρο χωρίς εξώφυλλα. Μόνο μία σήτα, προσπαθούσε να κρατήσει έξω, όσο μπορούσε, τα μικρά έντομα. Είναι το μικρότερο του χώρου. Το μονό δωμάτιο. Έτσι το λέμε. Δεν με ενοχλεί το φως. Σ΄ αυτόν τον χώρο, το φως του ήλιου με το κύμα, μου προσφέρουν ιδανικές συνθήκες για ύπνο. Το κύμα μόνο του, μπορεί να επηρεάσει τα όνειρά μου. Εάν χτυπά γερά τα βράχια, γίνομαι στρατηλάτης, επιτίθεμαι στα αγρίμια, προσπαθώ να ημερέψω και να ελέγξω το σύμπαν. Εάν ακούγεται σα χάδι, που επαναλαμβάνεται για να πείσει το ταίρι για τους πόθους του, με πάει χρόνια πίσω, σε έρωτες άλλων εποχών, που φοβάμαι ότι δεν θα τις ζήσουν οι επόμενες γενιές. Σπάνια δεν ακούγεται τίποτα και τότε εγώ ξεκουράζομαι περιμένοντας την νέα ανατολή. Τα έπιπλα, στοιχειώδη. Ένα μονό κρεβάτι με κομοδίνο. Μία μονή ντουλάπα με συρόμενη πόρτα από καραβίσιο πανί. Μια συρταριέρα και μία καρέκλα. Στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι ένας καθρέπτης. Αυτός ο καθρέπτης έχει την δική του ιστορία. Δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που αρχικά αγόρασα. Εκείνος στις ίδιες διαστάσεις, 1x2 μέτρα περίπου, είχε ένα απλό πηχάκι για κορνίζα. Προσπαθώντας να τον μεταφέρω, μου γλίστρησε και έσπασε. Με πληροφόρησαν ότι υπήρχε μόνο ένας τζαμάς και βρίσκεται δύσκολα.
Πράγματι μετά από αρκετές προσπάθειες τον πέτυχα και του άφησα τον σπασμένο καθρέπτη για αλλαγή. Έκανα περίπου ενάμισι χρόνο, με τις αραιές εμφανίσεις μου στο νησί, για να ξαναβρώ το μαγαζί ανοικτό.
- Ελπίζω να μη χάθηκε ο καθρέπτης μου, του είπα, χαμογελαστός μόλις πέρασα το κατώφλι του.
- Καλώς τον. Και εγώ νόμιζα πως τον ξέχασες. Σε περιμένει έτοιμος, πάνω από ένα χρόνο.
Ήταν η απάντησή του, ενώ ταυτόχρονα κουβαλούσε από το βάθος του μαγαζιού τούτον τον ωραίο καθρέπτη με την φαρδιά πλούσια κορνίζα. Δεν είχε καμία σχέση με εκείνον που του έφερα. Προσπάθησα να του το εξηγήσω, αλλά εκείνος τίποτα. Ανένδοτος. Του δήλωσα ότι αυτός ήταν καλλίτερος από τον δικό μου και ότι φοβόμουν μήπως ο πραγματικός ιδιοκτήτης θα το αναζητούσε. Αλλά μάταια.
-Τον ξέχασες μετά από τόσο καιρό. Πάρε τον και φύγε. Μου είπε καλοσυνάτα και με συνόδεψε στην έξοδο.
Μόλις σηκώνομαι καμαρώνω τον ξένο καθρέπτη, που τώρα πια τον νοιώθω δικό μου και βλέπω το είδωλο μου. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να αρχίζει κανείς την μέρα του. Μόλις δει το πρόσωπο του αξύριστο και ατημέλητο, καταλαβαίνει ότι αρχίζει άλλη μια 24ωρη περίοδος της ζωής του. Σκέπτεται τι υποχρεώσεις έχει και προγραμματίζει.
Κάποτε, καθώς άλλαζα ρούχα στις 7.30 το πρωί, για ν΄ αρχίσω το πρώτο χειρουργείο, δύο νεαροί συνάδελφοι, απόρησαν για την συνέπεια μου, στο πρωινό ωράριο.
- Πώς τα καταφέρνετε και μετά από τόσα χρόνια, συνεχίζετε αυτό το πολύ πρωινό ξεκίνημα.
Στα μάτια τους είδα την δυσφορία του ξυπνήματος. Είδα δύο παιδιά της κοιμωμένης Ελληνικής κοινωνίας, να δυσανασχετούν για την υποχρέωση που είχαν, μετά από ποιος ξέρει πόσες επισκέψεις στα μπαράκια. Είδα την νέα γενιά που προσπαθεί, με την βοήθεια όλων των παραγόντων της νύχτας, να αλλάξει τον απλό βιολογικό κύκλο του ανθρώπου, που είναι να κοιμάται το βράδυ και να ζει την μέρα.
Τους λυπήθηκα.
-Ακούτε παιδιά, τους είπα. Μόλις ανοίξετε τα μάτια σας, το πρωί, προσπαθήσετε αμέσως να σκεφθείτε τις υποχρεώσεις της ημέρας. Εάν δεν έχετε, δεν είναι ανάγκη να σηκωθείτε. Συνεχίστε τον ύπνο σας.
Το κύμα ήταν δυνατό. Απεφάσισα να βγω από τον μικρό μου χώρο, να απολαύσω τον αέρα και την ανατολή, χωρίς έννοιες και προγραμματισμούς υποχρεώσεων.
Τι να γίνονται οι νέοι του χειρουργείου!
Ζούσα την κατάλληλη στιγμή, σε έναν χώρο, προσεγμένα απέριττο, παραδομένο στην φύση. Και αυτή σαν μαγικό πέπλο, δεν αφήνει τίποτα από αυτά που με απασχολούσαν στην μεγαλούπολη, να διεισδύσει και να χαλάσει τη μαγεία αυτού του τοπίου.
Ακόμα και τα ρολόγια μετράνε τον χρόνο με τον δικό τους τοπικό ρυθμό.
Παμπάλαιοι αναπαλαιωμένοι μονοδωμάτιοι πέτρινοι χώροι, σε κάποια απόσταση ο ένας από τον άλλο, δίνουν την ευχέρεια σε όποιον θέλει να ακολουθήσει το δικό του πρόγραμμα. Μπορεί να κοιμηθεί, να διαβάσει, να γράψει ή να χαζέψει όσο θέλει, την απείραχτη φύση. Εάν θέλει παρέα, ακολουθεί τα στενά πέτρινα μονοπάτια, που θα τον βγάλουν στον τόπο της συγκέντρωσης. Ένα επίπεδο χαμηλότερα από αυτό του κεντρικού κτίσματος, όπου είναι τοποθετημένο ένα πέτρινο τραπέζι, με πέτρινα πόδια. Είναι το στολίδι της καλής μας τραπεζαρίας. Έχει θέση για δεκαέξι άτομα. Δεν ήταν τόσο μεγάλο από την αρχή. Μεγάλωσε προοδευτικά, ακολουθώντας την αύξηση της οικογένειας. Το σπιτάκι από πάνω, είναι το κεντρικό. Χρησιμοποιείται σαν καθιστικό χειμερινό, εάν έρθεις κρύους μήνες, για να καμαρώσεις το κύμα στην μεγαλοπρεπή του επίθεση ή όταν βρέχει. Έχει την κουζίνα και διαθέτει ένα μικρό τζάκι.
Σε αυτόν τον χώρο, μένεις για μέρες μόνος, άνετα, να χαζεύεις την μυρμηγκοφωλιά, τα κύματα ή τους κορκόφιλους. Αυτοί σαν οι παλαιότεροι κάτοικοι του νησιού μας βλέπουν με απορία, νοσταλγώντας τα χρόνια της ηρεμίας πριν εμφανισθούμε εμείς οι παρείσακτοι. Κορκόφιλους τους λέμε. Ένα είδος μινιατούρας δεινοσαύρου. Μόλις τώρα έμαθα ότι το επιστημονικό τους όνομα είναι Agama stelio. Βρείτε το στο διαδύκτιο. Θα μάθετε σημαντικές λεπτομέρειες. Είναι ενδιαφέρουσα η συνάντηση σε αυτόν τον τόπο. Ο εξελίχθης απόγονος ενός προϊστορικού τέρατος, που σνομπάρει ένα παραπροϊόν, αυτό είμαι εγώ, μιας καταναλωτικής κοινωνίας που με σπρώχνει προς την ανακύκλωση, προκειμένου να θρέψει τις επόμενες γενιές της.
Ο δυνατός θαλασσινός αέρας με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Όταν περπατώ στον χώρο αυτό, καταλαβαίνω πώς τα καταφέρνουν οι αόμματοι. Μέσα στο σκοτάδι, ξέρω κάθε εδαφική ανωμαλία, κάθε πετραδάκι.
Αυτό δεν κράτησε πολύ. Όλα σιγά - σιγά πήραν μια κοκκινωπή απόχρωση που αργά ξεθώριασε για να επικρατήσει θριαμβευτικά το εκτυφλωτικό φως, με την ανατολή του Απόλλωνα.
Αριστερά η σιλουέτα της Σάμου και λίγο δεξιότερα αυτή του συμπλέγματος των Φούρνων. Ακόμα πιο δεξιά, ακριβώς απέναντι μου φάνηκε στο βάθος η Πάτμος, μόλις καθάρισε ο ορίζοντας. Μπροστά μου η θάλασσα, αγριεμένη, βρέχει τα νότια ακρογιάλια του νησιού.
Το πλάτος του γιαλού που είναι μεταξύ των κάτω ορίων του κτήματος και της θάλασσας, είναι μόλις δεκαπέντε μέτρα. Αυτός ο χώρος είναι γεμάτος από βράχια, όχι όμως άγρια και κοφτερά, αλλά ήμερα. Βράχια που από το χάδι και τα φιλήματα του κύματος, ημέρεψαν, στρογγύλεψαν. Εάν όμως έρθει το κύμα δυνατό και ορμητικό, με πρόθεση να τα ξεριζώσει, τότε το σπάνε και το σκορπούν στον αέρα και όπου φτάσουν οι σταγόνες του, που πολλές φορές με βρέχουν. Όσο δυνατά και εάν είναι τα κτυπήματα, δεν με ξεγελούν. Ξέρω ότι είναι ένα παιχνίδι. Θέλουν και οι δύο να εκτονωθούν, να παίξουν. Και όταν κουραστούν, ηρεμούν, αγκαλιάζονται, μέχρι την επόμενη φορά.
Κάποτε ήρθε να μας επισκεφθεί ένας γνωστός γλύπτης. Περπατώντας στο κτήμα φτάσαμε στην ακρογιαλιά. Όταν αντίκρισε τα βράχια, άρχισε να περπατά ανάμεσα τους, να τα χαδεύει και να τα βλέπει από διάφορες μεριές. Τον αφήσαμε μόνο. Μετά από αρκετή ώρα γύρισε κατενθουσιασμένος για τον πέτρινο θησαυρό μας.
Πάντα με προκαλούσαν αυτά τα βράχια. Πολλές φορές τα παρατηρούσα για πολύ ώρα, σαν να υπήρχε επικοινωνία μεταξύ μας. Νομίζω ότι καταλαβαίνουν πως είμαι φίλος τους. Ξέρουν πώς χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο. Έχουν μάθει ότι κάποτε κατρακύλαγαν από ψηλά ή εκτοξεύονταν με μηχανές για να καταστρέψουν. Εγώ όμως; Είμαι διαφορετικός. Σεβάστηκα κάθε έναν από αυτούς του κτήματος. Τους έδωσα την δυνατότητα να προβάλουν την ομορφιά τους και να στολίσουν τον χώρο. Αυτά δεν μένουν μυστικά.
Κάθε βράχος του γιαλού έχει το σχήμα του, την ομορφιά του. Μερικοί έχουν δικά τους χαρακτηριστικά. Έχουν την προσωπικότητα τους. Θα μπορούσα να τους δώσω και όνομα. Είχαμε αρχίσει με τον μεγαλύτερο. Το Δελφίνι. Έτσι τον ονομάσαμε. Ένας μακρόστενος σκούρος γκρι βράχος. Πρόβαλε με το στενότερο άκρο προς την θάλασσα που έβρεχε την άλλη του άκρη. Το νερό εκτιμώντας το σχήμα, του έφτιαξε ένα πτερύγιο στο πλάι. Στο προς την θάλασσα άκρο με σχήμα κεφαλής ψαριού και στην περιοχή του ματιού, είχε ένα βαθούλωμα. Ο επιμήκης άξονας του, είχε μια τοξοειδή φορά, δίδοντας την εντύπωση ενός θαλάσσιου κήτους έτοιμου να βουτήξει.
Ήταν το Δελφίνι μας.
Όλοι το ξέραμε και με καμάρι το δείχναμε στους φίλους .
Ο γαμπρός μου ο Αλέξανδρος, σαν γλύπτης, σμίλευσε στο βαθούλωμα του ματιού, την κόρη. Ήταν το μοναδικό γλυπτό του, που άφησε σ΄ αυτόν τον χώρο. Έχομε μόνο την σμίλη, γιατί εκείνος χάθηκε.
Το Δελφίνι μας, ξεχώριζε μεταξύ των άλλων βράχων. Ιδιαίτερη μεταχείριση. Πολλές φορές συνέλαβα τον εαυτό μου, να πλησιάζω για να το χαδέψω.
Καβάλα στην ράχη του, φωτογράφισα με την σειρά που ερχόντουσαν, όλα τα εγγόνια μου. Πρώτα η Γαλάτεια, μετά η Αφροδίτη, ο Σταύρος, η Βασιλεία και τέλος η Ταρσίτσα. Δύσκολο όνομα το τελευταίο, αλλά ωραίο. Για συντομία απεφάσισαν να την φωνάζουν Έρση. Δεν νομίζω ότι κάναμε καλά. Όταν ολοκληρώθηκε ο κύκλος των εγγονιών και τα φωτογράφισα όλα μαζί καβάλα στο Δελφίνι, εκτύπωσα την εικόνα σε μπλουζάκια και τους τα μοίρασα.
Όπως βλέπετε υπήρχε ειδική φροντίδα και αγάπη γι΄ αυτόν τον βράχο, που ρίζωσε στην ζωή μας. Πάντα σχεδόν γίνονταν αναφορά σ΄ αυτόν, όταν μιλούσαμε για τα Καλύβια της Ικαρίας. Ήταν αδύνατον να φανταστείς την βραχώδη παραλία μας, χωρίς το Δελφίνι.
Φαίνεται ότι δεν πρέπει να φανερώνεις την αγάπη σου. Μπορεί να προκαλέσεις ζήλια ή φθόνο. Ας μην ξεχνάμε ότι το σχήμα και την ομορφιά του Δελφινιού την έδωσε η θάλασσα. Αυτή είχε εντοπίσει τον βράχο και τον σμίλευε αιώνες τώρα.
Θα διερωτάστε γιατί το λέω αυτό.
Ήταν Ιούλιος όταν πήγα στο νησί. Είναι συνηθισμένο ταξίδι κάθε χρόνο, για να προετοιμάσω τον χώρο της καλοκαιρινής συνάντησης της οικογένειας. Να διορθώσω μικροζημιές του χειμώνα.
Μόλις έφτασα, η πρώτη μου κίνηση ήταν, να πάω προς την θάλασσα. Να την καμαρώσω από την βραχώδη ακρογιαλιά μέχρι πέρα τον ορίζοντα.
Αλλά περίεργο. Δεν αναγνώρισα τον τόπο. Κάτι άλλαξε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Το Δελφίνι έφυγε. Ζωντάνεψε και βούτηξε στην θάλασσα, πραγματοποιώντας το όνειρο που εμείς του εμπνεύσαμε.
Έλειπε το στολίδι του χώρου. Η θάλασσα λάδι στα πόδια μου, λούφαζε. Μόνο αυτή ήξερε τι συνέβη. Μπορεί να ήθελε να με τιμωρήσει για την οικειοποίηση του έργου της. Μου φάνηκε ότι ένας μικρός παφλασμός, ακούστηκε σαν γέλιο ικανοποίησης. Στην θέση του βρήκα έναν μισοβουλιαγμένο σκούρο γκρι βράχο. Αργότερα έμαθα ότι κάποιες μέρες του χειμώνα, έκανε τρομερούς νοτιάδες. Αυτοί ήσαν η εκτόνωση της θάλασσας που με τιμώρησε. Ξεχώρισα έναν βράχο, αγνοώντας τους υπόλοιπους.
Από τότε μοίρασα ξανά την προσοχή μου σε όλους τους βράχους της ακρογιαλιάς. Κάθομαι πάνω σε έναν και καμαρώνω τους γύρω. Νομίζω ότι οι σκέψεις μου, τα ερωτήματα, βουλιάζουν μέσα στο φιλόξενο σώμα τους, όπου κουρνιάζοντας κατανοούν το πρόβλημα, κάνοντας έτσι το πρώτο βήμα προς την λύση. Έχουν μια απίστευτη δύναμη.
Σε μαθαίνουν πώς να αποκτάς υπομονή, καρτερικότητα, παθητική άμυνα και πάνω από όλα τι θα πει ομορφιά και αρμονία.
Νόμιζα ότι ήμουνα ο μόνος που επικοινωνούσα με τα βράχια, μέχρις ότου ένας ιδιαίτερα αγαπητός μου δάσκαλος, ένας φιλόσοφος, μου έστειλε εικόνες από το προσκύνημά του στα τεμένη και τα άλση του Κιότο. Στον περιβάλλοντα χώρο του τεμένους Ryoanji, υπάρχει ο « Κήπος των βράχων». Εκεί έχουν τοποθετηθεί βράχοι διαφόρων σχημάτων. Στις παρακείμενες κερκίδες κάθονται επισκέπτες που προσπαθούν να αυτοσυγκεντρωθούν βλέποντας τα βράχια. Στο τέλος, αναφερόμενος σ΄ αυτήν την επαφή με τους βράχους, ο δάσκαλος καταλήγει:
«Καλότυχος όποιος την αφουγκράζεται».
Μακάρι να υπήρχε κάτι τέτοιο και στην χώρα μας και μάλιστα δίπλα σε χώρους λήψεως σοβαρών αποφάσεων. Εκεί θα μπορούσαν οι άρχοντες, πριν την στιγμή της τελικής απόφασης, επικοινωνώντας με τους βράχους, να γινόντουσαν σοφότεροι και να διάλεγαν σωστές λύσεις.
Η μέρα με βρήκε καθισμένο σε έναν βράχο. Ένας γλάρος έπιασε το μόνιμο στέκι του στην κορυφή μια παρακείμενης ξέρας. Η νύχτα νικημένη από το φως έφευγε, παίρνοντας μαζί της, όλα τα απειλητικά σημάδια μιας κακοκαιρίας. Έγινε απόλυτος γαλήνη, με τον ήλιο να ζεσταίνει εμάς, τους βράχους και τους κορκόφιλους που ξεμύτισαν για να απολαύσουν το τέλος του καλοκαιριού.
Σταμάτης Βασίλαρος
Πρόεδρος Φεστιβάλ Ικαρίας
Το παρόν κείμενο συμπεριλαμβάνεται σε αφηγήματα του Σταματίου Βασίλαρου που ετοιμάζονται για έκδοση, ενώ εστάλη και στο έντυπο περιοδικό «Μεθόριος».