Έχει αρχίσει να ψιλοχαράζει και σχεδόν από το ύψος της εκκλησίας κάνουν τις πρώτες τους εμφανίσεις… Είναι ντυμένοι στα λευκά, με κουκουλωμένα τα κεφάλια τους και προχωρούν σαν υπνωτισμένοι. Σαν ζόμπι. Έχουν όλοι την ίδια κατεύθυνση. Περπατούν ένας-ένας, δυο-δυο ή σε ομάδες, αργά και αποφασιστικά. Φτάνουν στον προορισμό τους σιγά-σιγά και περιμένουν στωικά να έρθει η σειρά τους. Είναι τα «φαντάσματα» ενός «χωριού φάντασμα». Των Θέρμων! Είναι οι λουόμενοι των Θέρμων. Ηλικιωμένοι με μπουρνούζια και πετσέτες που περιμένουν τη λούση τους. Πιστεύουν στη μαγεία των νερών, στη δύναμη της ίασης, ελπίζουν για ένα καλύτερο αύριο, χωρίς πόνο, ονειρεύονται την αθανασία.
Τα Θέρμα, η λουτρόπολη της Ικαρίας, είναι διάσημα για τα ιαματικά λουτρά τους από την αρχαιότητα. Πάντα προσέλκυαν κόσμο, κυρίως κάποιας ηλικίας, με παθήσεις των οστών, νευραλγίες, γυναικολογικές παθήσεις, αδενοπάθειες, αναπνευστικά προβλήματα, κ.λπ.
Εγώ τα γνώρισα τη δεκαετία του ’80. Τότε που οι «παππούδες-φαντάσματα» έρχονταν κατά συρροή. Τότε που το κράτος τούς το επέτρεπε. Τότε που παρείχε σ’αυτούς την οικονομική δυνατότητα να έρχονται, και στα ιαματικά λουτρά να λειτουργούν αξιοπρεπώς. Τότε που τα Θέρμα (που είχαν και θερινό σινεμά) γέμιζαν τα μακρά καλοκαίρια (από το Μάιο έως και τον Οκτώβρη) από ηλικιωμένους, οι οποίοι έρχονταν σερνόμενοι και έφευγαν «σαρτεύγοντας» τον Καριώτικο, και τους «μικρούς» συνοδούς τους, τα εγγόνια τους, που ακολουθούσαν τους παππούδες σ’έναν τόπο άγνωστο και μακρινό, και τον αποχωρίζονταν δίνοντας υποσχέσεις στους καινούργιους τους φίλους, εγγόνια άλλων λουόμενων ή παιδιά ντόπιων, ότι θα ξαναντάμωναν το επόμενο καλοκαίρι.
Έκανα κι εγώ τέτοιους φίλους. Κάθε καλοκαίρι ζούσα τη μαγεία του καινούργιου, του νεοφερμένου και την αδημονία για το παλιό, το γνώριμο και αγαπημένο. Ήμουν στη μέση. Ως καριωτάκι, από καταβολής μπαμπά, αλλά και «ξενάκι», γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα, αντιμετώπιζα τα Θέρμα με την αγάπη του ντόπιου που περιμένει τους «ξένους», αλλά και τη νοσταλγία του «ξένου» για ένα μέρος που έχει αγαπήσει.
Τα χρόνια πέρασαν, τα «φαντάσματα» λιγόστεψαν, το χωριό οικειοποιήθηκε περισσότερο την αίσθηση του στοιχειωμένου. Δεν ήταν η ηλικία τους απαγορευτική, ούτε η αποτελεσματικότητα των λουτρών λιγότερη. Ούτε το κράτος όμως, ούτε η Ικαριακή «πολιτεία» έδωσαν την πρέπουσα σημασία σ’αυτό το χωριό με τα μαγικά νερά. Οι παππούδες που μας έμαθαν τάβλι στα καφενεία, σχολιάζοντας τις ζαριές μας, πίνοντας ουζάκι ή τρώγοντας ρυζόγαλο δεν έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα να ζήσουν το όνειρο της αθανασίας. Τα λουτρά μας μαραζώνουν χωρίς προσωπικό, χωρίς εκσυγχρονισμό, χωρίς τα απαραίτητα «μερεμέτια» για να λειτουργήσουν.
Το χειμώνα τα Θέρμα βάζουν κυριολεκτικά το άσπρο σεντονάκι του φαντάσματος και ποζάρουν θριαμβευτικά δίπλα από την πρωτεύουσα. Τα καφενεία είναι κλειστά, το ρέμα κατεβάζει ό,τι βρει στο διάβα του· ενίοτε στις μεγάλες μπόρες και αυτοκίνητα. Στους δρόμους δεν κυκλοφορεί κανείς και οι λιγοστοί τους κάτοικοι, κρυμμένοι στα σπίτια τους ζεσταίνουν την καρδιά τους με βεγγέρες και γλεντάκια περιμένοντας τη ζεστασιά του καλοκαιρινού ήλιου και του κόσμου που θα φέρει.
Φέτος τα Θέρμα έδειχναν διαφορετικά. Ο κόσμος που άρχισε να φαίνεται από τον Ιούνη είναι κυρίως νέοι, Έλληνες αλλά και ξένοι από χώρες μακρινές. Από Αυστραλία, Αμερική αλλά και από Ευρώπη. Δεν έφαγαν το ρυζόγαλο του μπαρμπα-Γιώργη και της θειάς μου της Αρχοντούλας, ούτε είδαν ελληνικές ταινίες στον παλιό μας θερινό που έχει γίνει μποστάνι τώρα, και δυστυχώς δεν άκουσαν κανέναν από τους καπεταναίους μας να φωνάζει «Έλα για Άγιο, φεύγει!» από την πρύμνη της βενζίνας του, ούτε είδαν τις στρατιές των φαντασμάτων να κατεβαίνουν προς την πλατεία για να «προσκυνήσουν» το άγαλμα της θεάς τους Λουόμενης που στέκει μες στη μέση στητό, σημείο έλξης και της «φτερωμένης πάλαι ποτέ νεολαίας» που επίσης το προσκυνούσε τα ξημερώματα γυρίζοντας από την «ντίσκο». Άκουσαν όμως τον ήχο από τα ζάρια και τα πούλια στα καφενεία να παντρεύεται με το κυματάκι που χτυπάει το βότσαλο και αγκαλιάζει όλον τον φυσικό κόλπο των Θερμών. Είδαν τους φωτισμένους βράχους της σπηλιάς και του Αγριόλυκου το βράδυ και είδαν και τους «ξεχασμένους» Θερμιώτες να τους καλοδέχονται ως γνήσιοι και άξιοι οικοδεσπότες αυτού του φιλόξενου τόπου που λέγεται Ικαριά. Με χαμόγελο, ζεστασιά και έτοιμους για γλέντι. Ίσως όλο αυτό να κινητοποιήσει και να ευαισθητοποιήσει και τους ημέτερους και δείξουν κι αυτοί στα Θερμάκια τη ζεστασιά που τους πρέπει.
Τέτα Γεωργακοπούλου
nikoletta.georg@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.