Δεν ξέρω πώς τους συνέμπε των δικών μου εκείνη τη χρονιά - το ’78 ήτανε - να πάμε κάτω να κάνουμε Πάσχα. Σπίτι δεν είχαμε, οπότε μείναμε μετά από κάποιες μυστηριώδεις συνεννοήσεις στο σπίτι ενός ξαδέλφου εξ’ αγχιστείας, μετανάστη, που ερχόταν οικογενειακώς μόνο για καλοκαίρι. Δεν είμαι βέβαιος αν η φιλοξενία μας έγινε στα πλαίσια της ευρύτερης ικαριακής αλληλεγγύης ή απλώς στη ζούλα, πάντως σε εκείνο το ξένο σπίτι ανακάλυψα για πρώτη φορά ορισμένα εξωτικά αντικείμενα που μου έκαναν τεράστια εντύπωση. Όπως ας πούμε κάτι τεύχη Αστερίξ, ξενόγλωσσα (θυμάμαι τον αδελφό μου να πασχίζει να ξεδιαλύνει το «Ο Αστερίξ ολυμπιονίκης» στα εγγλέζικα), κάτι ρακέτες και φουντάκια (δεν τα λες και μπαλάκια...) του μπάντμιγκτον, μια μπάλα του ράγκμπυ (πεπονοειδή), μια συσκευή βίντεο (που πάντως δεν έπαιζε). Ωστόσο όλες αυτές οι απίστευτες για την εποχή χλίδες, δεν έπιαναν μία μπροστά στη μεγάλη ανακάλυψη της χρονιάς.
- Φυλαχτά ξέρετε να φτιάχνετε; ρώτησε ο μεγάλος ξάδελφος.
Του είπαμε ότι δεν είμαστε προληπτικοί και δε φοράμε πάνω μας τέτοια πράγματα. Ο ξάδελφος έβαλε τα γέλια.
- Βρε όχι τέτοια φυλαχτά, π’ αναγκασμά σας... Από τα άλλα, που σκάνε.
Κοιταχτήκαμε παραξενεμένοι με τον αδελφό μου. Ο ξάδελφος μας πήγε με μύριες προφυλάξεις σε μια παρακείμενη οικοδομή και βάλθηκε να ξεπαρταλιάζει ένα σακκί που κάποτε περιείχε τσιμέντο. Μετά με άλλες μύριες προφυλάξεις και «σσσστ» μας πήγε πίσω από τον αχερώνα όπου μέσα σε έναν τσιμεντόλιθο είχε τα υπόλοιπα συμπράγκαλα: φυτίλι («από το νταμάρι») και ένα μικροσκοπικό σακουλάκι με μια μαύρη, γιαλιστερή σκόνη.
- Τόσο λίγο μπαρούτι; ρώτησε ο αδελφός μου καχύποπτα. Σιγά μη σκάσει, ούτε τσαφ δε θα κάνει.
Ο ξάδελφος δεν είπε τίποτα, απλώς χαμογέλασε μυστήρια. Ύστερα βάλθηκε να τυλίγει μικροποσότητες της μαύρης σκόνης σε ένα σφιχτό τριγωνικό περιτύλιγμα από το χαρτί. Περνούσε το φυτίλι με ένα μυτερό σουγιαδάκι και το έκλεινε με μονωτική ταινία. Κάθε τόσο με έστελνε για τσίλιες, να δω μην έρχεται κάνας μεγάλος. Κάποτε τέλειωσε· άναψε ένα δοκιμαστικά και το πέταξε στο κοτέτσι (με τις κότες μέσα). Ακούστηκε κάτι σα σούρσιμο (το χαρτί που σκιζόταν μάλλον) και μια έκρηξη όχι φοβερά δυνατή, αλλά ούτε και να σε αφήσει αδιάφορο. Τις κότες πάντως τις έκανε φύλλο και φτερό· τρέχανε πανικόβλητες η μια πάνω στην άλλη κακαρίζοντας σαν τρελές. Η θεία μου (ιδιοκτήρια του κοτετσιού και μάνα του ξαδέλφου) ακούστηκε από την κουζίνα να απειλεί θεούς και δαίμονες.
- Είδες που σκάει; σχολίασε ατάραχος ο ξάδελφος καθώς έτρεχε (κι εμείς μαζί) για να αποφύγει τις μητρικές φροντίδες.
Το βράδι της Ανάστασης εμείς οι «Αθηναίοι» είμασταν κάπως συγκρατημένοι, καθώς είχαμε άλλα χούγια, χώρια η επιτήρηση από γονείς και γιαγιά. Αλλά ακόμα κι έτσι, κάποια στιγμή βρέθηκε μυστηριωδώς στο χέρι μου ένα φυλαχτό· βγήκα και το έσκασα έξω από την Παναγία, στην πλαϊνή αυλή. Ξαναμπήκα ίσα τη στιγμή που ο συχωρεμένος ο παπα-Κούτης έβγαινε στην Ωραία Πύλη κι ετοιμαζόταν να πει το «Δεύτε λάβετε φως». Όμως, καθώς έστριβε προς το εκκλησίασμα που πλησίαζε να πάρει το άγιο φως, μια αόρατη χειρ μέσα από το ιερό αμόλησε ένα φυλαχτό στα πόδια του παπά, το οποίο έσκασε με δύναμη και άρχισαν να βγαίνουν καπνοί κάτω από τα ράσα. Ο καημένος ο παπάς ήτανε θεόκουφος και δεν άκουσε το μπαμ, αλλά μύρισε το μπαρούτι, είδε τους καπνούς και πάσχιζε να καταλάβει τι του συμβαίνει. Όλοι οι υπόλοιποι βέβαια μια χαρά κατάλαβαν, κι ένας-δυο αγανακτισμένοι μεγάλοι χώθηκαν από τη δεξιά πόρτα στο ιερό να βρουν τον ένοχο (την ίδια στιγμή που ένα πλήθος πιτσιρίκια - ντυμένα παπαδάκια μερικά - το έσκαγαν από την αριστερή). Ένας από τους αγανακτισμένους ξεπρόβαλλε στην Ωραία Πύλη, έκανε πέρα τον παπά που ακόμα πάλευε να συνέλθει, κι έδειξε προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση στο αναβράζον εκκλησίασμα όπου είχαν ανακατευτεί τα μικρά φωνάζοντας:
- Βρε άμα σε πιάσω ‘α σε θέκω από το στειλιάρι που ‘α φας.
Αλλά ίσα που εκστόμισε τα λόγια αυτά κι αμέσως εμφανίστηκε άλλο ένα φυλαχτό, εκσφενδονισμένο αυτή τη φορά από το γυναικωνίτη, έκανε γκελ πάνω στον πολυέλαιο κι έσκασε ακριβώς μπροστά του· εκείνος τότε έκανε ένα εκπληκτικό επιτόπιο άλμα και κατέληξε να κουτρουβαλάει στα σκαλιά. Κι άξαφνα, πάνω στη σύγχιση, συνήλθε ο παπάς από τον τάραχο κι ακούστηκε να λέει, λίγο πρόωρα βέβαια:
- Χριστός ανέστη.
Κι έγινε το ανάστα ο Κύριος από τις εκρήξεις.
Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com
Σ.Σ. Κι επειδή η γνώση της κατασκευής αυτοσχέδιων εκρηκτικών έχει χαθεί ενόψει της επελαύνουσας παγκοσμιοποιήσης (βλ. κινέζικα), ο γράφων και το ikariamag ουδεμία ευθύνη φέρουν αν τυχόν πάει κανένας και κόψει κάνα δάχτυλο πειραματιζόμενος με φυτίλια και μπαρούτια, ξηγηθήκαμε;
Και τις κότες να τις αφήκετε στην ησυχία τους.
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Βασίλη Δουρή.