Γράφοντας την ιστορία της αγάπης μου για το νησί και ζώντας αυτό το λαβ στόρυ κάθε Πάσχα και Καλοκαίρι, είχα πλέον αφεθεί και από καιρό ξεχάσει πως θέλω να ερωτευτώ και κάποιον άλλο! Πως ψάχνω γι’ αυτόν τον «συμβατό» που θα καταλαβαίνει κάποια βασικά πράγματα για μένα, όπως ότι την κουβαλώ πάντα μαζί μου τη «Νικαριά μου» και δεν πρέπει ποτέ να τολμήσει να με χωρίσει από κείνη!
Κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας, ένα σωρό άντρες, μα και γυναίκες, είχαν φύγει από την Ελλάδα για να πάνε να πολεμήσουν στο πλευρό των Συμμάχων. Πάρα πολλοί από αυτούς χάθηκαν, σκοτώθηκαν, δε γύρισαν ποτέ πίσω, αφήνοντας χήρες, ορφανά και μάνες χαροκαμένες.
«Χόρτα με λεμόνι, θα της τα πας που της αρέσουν; Μόλις τα έβρασα». Το κοριτσάκι πήρε το πιάτο κι απομακρύνθηκε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Περπάτησε για λίγη ώρα στο χωματόδρομο έως εκεί που ξεκινούσε το μονοπάτι για το σπίτι. Το κοίταξε από χαμηλά, πέτρινο ασοβάτιστο με πύργο. Χωρίς ίχνη ζωής.