Μια φορά και πολλούς χειμώνες πριν, έξω σκοτάδι πήχτρα και νεροποντή, στον κακοτράχαλο ικαριακό δρόμο μια μαυροντυμένη μορφή πάσχιζε να κρατηθεί όρθια βαδίζοντας κόντρα στον στρόβιλο του ανέμου. Κρατούσε κι ένα φανάρι, αλλά τι τα θες, ουρλιάζοντας ο βοριάς το σβήνει, πέφτει και η μορφή μέσα σε μια λιβάδα και τότε ξεσπάει: «Πάει, ούτε στον προορισμό μου θα φθάσω ούτε το βοτάνι θα βρω για την παπαδιά!».

Το είχα καταλάβει απο την αρχή. Φαινόταν. Δεν είχα κοιτάξει τον καιρό. Τι νόημα είχε άλλωστε, έπρεπε να πάω κάτω, έπρεπε να φύγω όπως και δήποτε. Φυσούσε και στην Αθήνα πολύ. Φαντάσου.

Έχεις έρθει στο Τραπάλου; Όχι τώρα, με την παραλία του και την ταβέρνα του και τα τηλέφωνα και το γεμάτο σπίτια χωριό και τα κότερα που αράζουν στον όρμο και τις ομπρέλες και τους ξένους και τις κοπέλες με τα μπικινάκια τους. Όοοοχι

Χρήστο τον έλεγαν μα λίγοι, και κυρίως άνθρωποι σε μεγάλη ηλικία, θα τον θυμούνται. Ήταν ένας ψηλός και όμορφος νέος άντρας. Ευγενικός και με λεπτούς τρόπους για την εποχή του, σα να μην ήταν αυτός ο άνθρωπος από τα μέρη τούτα. Σαν να μην τον άγγιζε τίποτα από τα μικρά. Πέρναγε σού έδινε την εντύπωση πάνω από τα πράγματα.

Ξεκίνησε η λειτουργία των λουτροκαταστημάτων στις ιαματικές πηγές της Ικαρίας. Ευκαιρία , λοιπόν , για θεραπεία κι ευεξία στα Θέρμα, στη Σπηλιά. Ευκαιρία και για μια ιστορία για κάποια άλλα λουτρά, γειτονικά και, βεβαίως, ικαριακά. Ξέρετε, από εκείνες τις ιστορίες των γιαγιάδων που ποντάρουν σε μαζώξεις στο αυλιδάκι και ευήκοα ώτα.

Η ιστορία που θα σας πω είναι πέρα για πέρα αληθινή και επίσης είναι η πρώτη φορά που θα μιλήσω γι' αυτήν ύστερα από 25 χρόνια. Ονομάζομαι Βαγγέλης και είμαι από την Αθήνα Η πρώτη μου επαφή με το νησί έγινε τυχαία, όταν ήμουν 17 χρονών, από έναν παιδικό φίλο που πήγαινε διακοπές με την γιαγιά του στα Θέρμα κάθε καλοκαίρι λόγω λουτρών και μου πρότεινε αν ήθελα να περάσω λίγες μέρες μαζί τους. Δεν είχα οικονομικό πρόβλημα. Πήγαινα στον ΟΑΕΔ σχολείο και έκανα την πρακτική μου στην ΕΑΒ ταυτόχρονα, οπότε είχα τα λεφτά μου.

Πριν από δεκαπέντε χρόνια μια παρέα Αθηναίων είχε φτάσει στην Ικαρία. Είχαν ακούσει πολλά για το Χριστό, για το φούρνο που άφηνες χρήματα κι έπαιρνες το ψωμί, για τα μαγαζιά που κλείνανε στις τρεις το πρωί και ήθελαν να γνωρίσουν αυτό το περίεργο χωριό.

Μπάρκαρα το '53 με το Ολύμπια. Υπερωκεάνιο, μεγάλο βαπόρι τότε. Έκανε το Νέα Υόρκη - Πειραιάς εκείνη την εποχή. Ξενιτεμένοι χιλιάδες που ανέβαιναν τις σκάλες του. Έμπαινε και έβγαινε στο λιμάνι και γινόταν χαλασμός κόσμου! Μπάντες να παιανίζουν, να σείεται ο τόπος απ’ τους ήχους των φουγάρων, να αποχαιρετίζονται και να κλαίνε οι άνθρωποι.

Ήταν νέα και ντελικάτη, γύρω στα 28. Με κοντοκουρεμένο ξανθό μαλλί αμυγδαλωτά σπιρτόζικα μάτια, λεπτοκαμωμένο κορμί που ανέδυε πάθος για ζωή και λεπτά καλλιτεχνικά δάχτυλα. Αγαπούσε τη μοναξιά, τα ταξίδια και τη θάλασσα, Διέθετε δημιουργική φαντασία μα και ατίθαση αγάπη για τη μουσική και το χορό. Οταν χόρευε μεταμορφωνόταν από σταλαγματιά σε χείμαρρο.

Ο προπάππους μου οταν ηταν νέος ερωτεύτηκε μια κοπέλα απο το Φραντάτο. Ο πατέρας της όμως δεν έδινε την ευχή του για να παντρευτεί το ζευγάρι. Δεν τον ενέκρινε για γαμπρό γιατί δεν ήθελε η κόρη του να πάρει κάποιον με λιγότερη γή από τον ίδιο και κακοπέσει.

Σελίδες

ikariastore banner