Λένε ότι τη δεύτερη φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται ως κωμωδία, αλλά εδώ το αστειάκι είχε ξεκινήσει από την πρώτη. Ή τουλάχιστον αυτό θα πίστευε όποιος τους έβλεπε στην αφετηρία. Άλλος με βερμουδίτσα, άλλος με τζηνάκι, άλλος με σορτσάκι. Ένας πήγε να βγάλει το σορτσάκι και να μείνει με το μαγιώ, αλλά τον κράξανε οι υπόλοιποι και το ξανάβαλε.
Ένα μεγαλούτσικο κτήμα είναι στη μέση του χωριού. Χώμα και τοιχαλάκια. Μα στο πάνω πεζούλι δεσπόζουν δυο τεράστιες βελανιδιές η μια κολλητά στην άλλη. Τριγύρω τους μεγαλώσαμε, πότε κρυβόμασταν από τους γονείς, πότε σκαρφαλώναμε στους κορμούς, πότε βγάζαμε φωτογραφία τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που παιχνίδιζαν ανάμεσα στα κλαριά...
Μια φορά και ένα καιρό οι κάτοικοι μιας γκρίζας και μονότονης κωμόπολης που δεν έχει σημασία πώς τη έλεγαν και πού ήταν, είχαν συνηθίσει να πλήττουν, τόσο πολύ που ούτε το καταλάβαιναν πια. Ξυπνούσαν χαράματα, έριχναν το πρωινό τους καύσιμο στις κούπες τους, μασουλούσαν λίγη τροφή και βάδιζαν ράθυμα για τις δουλειές τους.
Η γυναίκα του τον παρακαλούσε ένα χρόνο σχεδόν. Από τότε που ήρθαν οι πρώτοι Ιταλοί στο νησί. Δεν τους είχε μείνει τίποτα πια. Μήτε σπόρος, μήτε ζωντανό. Είχε αρχίσει ο εφιάλτης της πείνας. Οι βάρκες έφευγαν γεμάτες κόσμο κάθε νύχτα που το φεγγάρι έλειπε από τον ουρανό ή είχε σκεπαστεί με βαριά σύννεφα. Όλοι οι συγγενείς είχαν φύγει από καιρό, τουλάχιστον οι πιο νέοι. Οι γειτόνοι το ίδιο.