Η γυναίκα του τον παρακαλούσε ένα χρόνο σχεδόν. Από τότε που ήρθαν οι πρώτοι Ιταλοί στο νησί. Δεν τους είχε μείνει τίποτα πια. Μήτε σπόρος, μήτε ζωντανό. Είχε αρχίσει ο εφιάλτης της πείνας.
Οι βάρκες έφευγαν γεμάτες κόσμο κάθε νύχτα που το φεγγάρι έλειπε από τον ουρανό ή είχε σκεπαστεί με βαριά σύννεφα. Όλοι οι συγγενείς είχαν φύγει από καιρό, τουλάχιστον οι πιο νέοι. Οι γειτόνοι το ίδιο. Περνούσαν απέναντι, στις παραλίες του Κουσάντασι και κατέληγαν μετά από οδυνηρή πορεία στο Χαλέπι της Συρίας και στη Βηρυτό όπου τους υποδέχονταν Άγγλοι και Γάλλοι στα στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων.
Μα κείνος είχε πεισμώσει και δεν άφηνε τη Νικαριά με τίποτα.
-Εν έχουμε να πάμε πουθενά, γυναίκα… Α περάσει το κακό. Γύρευε να βρεις κι αυτοί που φύγαν τι τους περιμένει. Ε φεύγω από το σπίτι μου, σου λέω, πάρ’ το απόφαση…
Ήτανε λεβέντης ο Γιώργης, οικογενειάρχης άνθρωπος, νοικοκύρης. Νοιαζόταν για όλους και είχε μάθει να παλεύει από μικρό παιδί. Το φευγιό φαινόταν δειλία στα μάτια του.
Κείνο το μεσημέρι η γυναίκα του άναψε τη φωτιά κι έβαλε τσουκάλι. Μετά από καιρό. Οι Ιταλοί είχαν κάποια γιορτή και μοίρασαν σε κάθε οικογένεια μια μικρή ποσότητα καλαμποκάλευρου χοντραλεσμένου. Το ‘βρασε εκείνη όλο χαρά και το ‘καμε κουρκούτα να χορτάσει η οικογένεια. Εκείνη, ο Γιώργης και τα δυο τους παιδιά. Ύστερα το μοίρασε στα πιάτα να κρυώσει και βγήκε έξω να κάμει τη μπουγάδα.
Ο Γιώργης γύρισε νωρίτερα. Δούλευε από τα χαράματα στο χωράφι, μα γύριζε με άδεια χέρια. Πεινασμένος και κατάκοπος μπαίνει μέσα και βλέπει το φαγητό. Όλα τα κουλάντριζε ο Γιώργης, μα η πείνα του θόλωνε το μυαλό. Πιάνει το ένα πιάτο και το κάνει μια χαψιά. Δε χόρτασε. Χωρίς σκέψη, μόνο με μια λαχτάρα πρωτόγνωρη, πιάνει και το δεύτερο και το τρίτο και το τέταρτο.
Απομένει μπροστά στα άδεια πιάτα. Η λογική επανέρχεται. Συνειδητοποιεί την πράξη του και βγαίνει στην αυλή τρελαμένος.
Καταρρέει μπροστά στα μάτια της γυναίκας του. Πρώτη φορά τον έβλεπε να κλαίει.
- Ήντα ‘καμα, γυναίκα, ήντα ‘καμα…
Τον κοιτάζει αλαφιασμένη.
-Τι συμβαίνει; Τι έγινε;
-Συμβαίνει πως αρχίζεις τώρα να μαζεύεις τα ρούχα κι ό,τι άλλο θαρρείς πως α χρειαστούμε… Φεύγουμε το βράδυ.
-Φεύγουμε; Για πού; Απόψε;
-Απόψε, γυναίκα, πάμε απέναντι κι όπου μας βγάλει…
-Ηλωλάθηκες; Τόσο καιρό σε παρακαλάω, τι ήπαθες;
-Τι ήπαθα, τι ήπαθα… συνεχίζει μες τ’ αναφιλητά εκείνος. Ήφαα το φαΐ των παιδιών…αυτό δα ήπαθα. Καταλαβαίνεις, γυναίκα; Ήφαα το φαΐ των παιδιών. Το φαΐ των παιδιών… έλεγε και ξανάλεγε ο Γιώργης οργισμένος με τον εαυτό του, με την κατάντια, με τη δύναμη της πείνας που τον μεταμόρφωσε τόσο.
Έφυγαν, πέρασαν πολλά, αλλά επέζησαν κι επέστρεψαν μετά από λίγα χρόνια στο νησί.
Ήταν σίγουροι πως το κακό πέρασε πια…
Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.