Μια φορά κι έναν καιρό, αρχές δεκαετίας του 1980, πίσω από τα δωμάτια και τα εστιατόρια του Αρμενιστή, σκαρφαλωμένη σε μια πλαγιά δίπλα σε ένα ρέμα ήταν μια μισοτελειωμένη διώροφη οικοδομή. Στο ισόγειο της ζούσε με Σπαρτιάτικη λιτότητα ο Χ., ένας εβδομηντάρης Ραχιώτης που αγαπούσε πολύ το ψάρεμα και τους κήπους.
Είχα ιδρώσει. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα και φοβόμουν πως δεν θα προλάβαινα να φωτογραφίσω τον Άη Γιώργη με φως. Την άλλη μέρα το πρωί έπρεπε να φύγω για την Ικαρία και ήταν αδύνατον να μείνω άλλη μία μέρα στους Φούρνους. Έπρεπε να προλάβω να τον φωτογραφίσω μέσα στην επόμενη μισή ώρα γιατί ο ήλιος έπεφτε με τη γνωστή του ταχύτητα του φωτός.
Έχω έναν φίλο στην Ικαρία που το σπίτι του είναι ανοικτό στο πέλαγος και τις παρέες. Στη μία πλευρά του κόλπου,του λιμανιού του Ευδήλου βρίσκεται η αποβάθρα και η άλλη άκρη,που σχεδόν κλείνει τον κύκλο,είναι ένας γρανιτένιος βράχος,σαν πριόνι,που έχει βαλθεί εδώ και αιώνες,μάταια,να κόψει την θάλασσα.
Πρίν απο 60-70 χρόνια ήταν η Σουρουμάνενα από το Κουντουμά. Μια γυναίκα του χωριού νοικοκυρά και χρυσοχέρα όπως και με πολύ χιούμορ. Ετσι εκείνη τη μέρα της ήρτε να κάμει παξιμάδια. Ηξεκίνησε λοιπό, απο το ζήμωμα και αφού ηπείρωσε καλά καλά το φούρνο ηξεκίνησε το φούρνισμα. Υστερα απο κάνα δυό ώρες ήβγαλεν τα ψωμιά όξω, που ήτο έτσι πλασμένα ώστε να κόβγει το ψωμί φέτες
Αγαπητό ikariamag ,σας στέλνω ένα περιστατικό που έγινε το 1936, στον καφενέ του Σπύρου Κέφαλου, στον Ξυλοσύρτη,στη διάρκεια χοροεσπερίδας, με μήλον της Έριδος τη γιαγιά μου, Αθηνά Κεφάλου, το οποίο διέσωσε με άνεση και χιούμορ στη ρίβα του ο Γεώργιος Πούλος, πιο γνωστός με το παρατσούκλι: «Ο Πασάς»!