Καριωτόσπιτο στην Αθήνα. Στο απέναντι συνεργείο είχαν πολλή δουλειά. Κάθε μέρα δηλαδή είχαν πολλή δουλειά, όμως εκείνο το πρωϊνό είχε μαζευτεί τόση που δεν ήξεραν πώς να τη διαχειριστούν. Η ώρα περνούσε και όλο το συνεργείο δούλευε ασταμάτητα. Πήγε η ώρα 3 και ακόμα δούλευαν. Γύρω στις 3 και μισή, η κυρία Μαίρη από απέναντι βγαίνει στο μπαλκόνι στον τρίτο όροφο και βάζει ευγενικά τις φωνές. Είναι άλλωστε ώρα κοινής ησυχίας. Όλοι κοιτιούνται μεταξύ τους, της κάνουν ένα νόημα και σταματούν.
Μόνο μια φράση της Γιαγιάς είχα στο μυαλό μου, καθώς έψαχνα την ιστορία του πλοίου: Δώδεκα μέρες ήκαμε ο πάππους σας στο πέλαγος. Ναύτη τον πήρανε από τη Βηρυτό που ‘μασταν πρόσφυγες. Τον είχαμε για χαμένο... Μισοπεθαμένος βγήκε στη Βραζιλία μες σε μια βάρκα... Αλλά τα κατάφερε. Έτσι να παλεύετε κι εσείς, να μην τα παρατάτε ποτέ...
Η Λουκία, η Φώτω, η Πιτταρού, ο Ζάχαρός της, αναρωτιέσαι αν υπήρξαν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι. Η Πιτταρού με τα αστεία της και με την όρεξή της για χορό, ακόμη και στα εβδομήντα ή ογδόντα της και βάλε, κι ο Ζάχαρος (Οικονόμου), Ζαχαρίας ήταν το όνομά του, το Ζάχαρος θα πρέπει να ήταν μεγεθυντικό λόγω του ύψους του, με το κουρείο του στον ΄Αγιο, κουρείο με τρεις κουρείς παρακαλώ!