Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ήταν στρατιωτικός γιατρός και λογοτέχνης. Ταξίδευε ανά την Ελλάδα, γνωρίζοντας ανθρώπους, τόπους και παραδόσεις. Κι ύστερα έγραφε διηγήματα και μυθιστορήματα, της στεριάς και της «πλώρης», αποδίδοντας τον πλούτο του υλικού του και της ψυχής του, με λόγο απλό και κατανοητό .
Στο διήγημά του : «Ημέραι της Γριάς»,
Ξεκινήσαμε για έναν γάμο στις Ράχες, λέει, αρχές Οκτώβρη. Ήρθε η Μυρτώ να με πάρει από τα Θέρμα κατά τις 8μμ, με μια προβλεπόμενη μικρή καθυστέρηση από το κανονισμένο. Πήγαμε Φάρο να πάρουμε τον Σταμάτη. Πριν καλά-καλά βγούμε από το χωριό, θυμήθηκε ότι κάτι είχε ξεχάσει. Γυρίσαμε πίσω. Πεινούσα πολύ και είπαμε να κάτσουμε στου Ιάκωβου να φάω κάτι. «Δεν πίνουμε και ένα εσπρεσάκι;», μου λέει η Μυρτώ. Ε, και το ήπιαμε. Πήγε 9 και...
Στο νησί της Ικαρίας, στο χωριό Άγιος Κήρυκο, κυκλοφορούσε για χρόνια από στόμα σε στόμα μια συγκλονιστική ιστορία. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Μαρία, ζούσε για χρόνια μόνη της, με τη βοήθεια των συγγενών της. Θρηνούσε για ένα παιδί που της είχαν πει ότι πέθανε στη γέννα, αλλά η ίδια επέμενε ότι ζούσε. «Όταν γέννησε το παιδί, της είπαν ότι πέθανε. Αλλά εκείνη έκλαιγε, έλεγε ότι το άκουσε, ότι είχε γαλανά ματάκια…» θυμάται η αδερφή της Μαρίας, η Άννα Αβαγιάννη.
Είχαμε χρόνια να δούμε καλοκαίρι με τόσο λίγους αέρηδες. Καθόμασταν, οι παλιοί φίλοι, στην αμμουδιά και κοιτάζαμε την λεία σαν γυαλισμένο παπούτσι επιφάνεια της θάλασσας. Οι παλιοί φίλοι, οι κάποτε έφηβοι, σαν σε πάρτι μεταμφιεσμένων, κάποιοι με γκρίζα μαλλιά, κάποιοι με μάσκες από ρυτίδες στο πρόσωπο. Αγναντεύαμε και προσπαθούσαμε να θυμηθούμε πώς ήταν κάποτε η παραλία χωρίς beach bar και χωρίς ξαπλώστρες. Η αδελφή μου κολυμπούσε με μάσκα και βατραχοπέδιλα κι έπειτα την είδα να αναδύεται από το νερό και τις τελευταίες σταγόνες των αφρών να απορροφώνται από την άμμο.
Το τραπέζι του Αντώνη ήταν πάντα το μικρό με τη μια καρέκλα, μπαίνοντας αριστερά, το σφηνωμένο ανάμεσα στην πόρτα και το ψυγείο με τα γλυκά και τους μεζέδες του ούζου. Άνοιγε η πόρτα του καφενέ το καλοκαίρι και το χτυπούσε ο ήλιος και ο λίβας, άνοιγε το χειμώνα και έμπαινε ο αέρας και η κρύα θάλασσα, αλλά ο Αντώνης εκεί, δεν το άλλαζε. Κάθε μεσημέρι, κατά τις τρεις κατηφόριζε αργόσυρτα προς την πιάτσα, άνοιγε την πόρτα, κοίταζε λοξά μην και έχει τολμήσει κανείς να κάτσει στο τραπέζι του, μια καλησπέρα για το Δημήτρη, μετά μια καλησπέρα για τους υπόλοιπους και καθόταν.