Νύχτωσε χωρίς να το καταλάβει. Είχε πάει στα μέρη του Αγίου, το χωριό του όμως ήταν από την «άλλη πάντα» και το πέρασμα απ’ το Κακό Καταβασίδι ήταν αδύνατο βραδιάτικα. Πάει στην πλατεία της Πλαγιάς, το τελευταίο χωριό πριν απ’ το πέρασμα, δένει το γαϊδουράκι του σ’ ένα δέντρο και μπαίνει στον καφενέ.
Πριν λίγο καιρό, η Ικαρία μύρισε λίγο από το φιόρο του Λεβάντε. Ένα μικρό παρεάκι τριγυρνούσε στα στενά του Αγίου Κηρύκου και επισκέφθηκε όλες σχεδόν τις ταβέρνες της γύρω περιοχής. Με μια κιθάρα, ένα μαντολίνο και με ρεπερτόριο τις καντάδες του Ιόνιου, έδωσε άλλο χρώμα και ήχο στα βράδια του νησιού.
Ο Κώστας κάθεται στον πάγκο έξω από τον καφενέ του στον Άγιο Πολύκαρπο. Είναι και ψιλικατζίδικο. Ο ανιψιός αγουροξυπνημένος του ζητά τσιγάρα κι εκείνος προσπαθεί για πολλοστή φορά να τον αποτρέψει. Πάντα εξοργίζεται με την παραγγελιά, όποιος και να την κάμει. Γι’ αυτό και τα τσιγάρα είναι κρυμμένα στην αμπάρα, μπας και δε μπούνε στον πειρασμό οι πελάτες. Δε θέλει τέτοιο κέρδος…
Τον τελευταίο καιρό πυκνώνουν τα δημοσιεύματα στον Τύπο που παρουσιάζουν την Ικαρία περίπου σαν την νέα «Γη των Μακάρων». Από τότε που το νησί μπήκε για τα καλά στο στόχαστρο του τουρισμού, και δεκάδες χιλιάδες νέοι επισκέπτες κατηφορίζουν τα καλοκαίρια, η Ικαρία έχει γίνει ένα είδος brand name. Πανηγύρια, μακροζωϊα, χαλαρότητα είναι τα κύρια συστατικά της (νέας) ταυτότητας μας. Ευλογημένος τόπος.