Παράθυρο στο Παρελθόν: Τα μεταναστευτικά μας γονίδια

Τον τελευταίο καιρό πυκνώνουν τα δημοσιεύματα στον Τύπο που παρουσιάζουν την Ικαρία περίπου σαν την νέα «Γη των Μακάρων». Από τότε που το νησί μπήκε για τα καλά στο στόχαστρο του τουρισμού, και δεκάδες χιλιάδες νέοι επισκέπτες κατηφορίζουν  τα καλοκαίρια, η Ικαρία έχει γίνει ένα είδος brand name. Πανηγύρια, μακροζωϊα, χαλαρότητα είναι τα κύρια συστατικά της (νέας) ταυτότητας μας. Ευλογημένος τόπος.

Τις ημέρες αυτές θα παρουσιαστεί από το φεστιβάλ Ικαρίας μία νέα έκδοση, ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «Οι Καριώτες τον 20ο αιώνα», με επιμέλεια του Θεμιστοκλή Σπέη. Ξεφυλλίζοντας τις φωτογραφίες των προγόνων και συγγενών, οι περισσότερες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, τόσο στο νησί όσο και στους τόπους μετανάστευσης (ΗΠΑ, Αίγυπτος, Αυστραλία), μία διαφορετική γεύση αναδύεται για την ζωή εκείνης της εποχής.

Μια ζωή φτώχειας και ανέχειας.

Η ζωή στο νησί ήταν πάντοτε δύσκολη. Γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα έγινε δυσκολότερη. Τόσο σαν απόλυτο μέγεθος, καθώς ο πληθυσμός αυξήθηκε ως συνέπεια της βελτίωσης των συνθηκών ασφαλείας σε όλο το Αιγαίο Πέλαγος και οι εντόπιοι πόροι ήταν περιορισμένοι. Επίσης μία σειρά εξελίξεων και γεγονότων, όπως η ανάπτυξη της μηχανοκίνητης ναυτιλίας που έβγαλε εκτός μάχης τα παραδοσιακά μικρά μεταφορικά ιστιοφόρα, ή  η φυλλοξήρα που κατέστρεψε τα αμπέλια σε όλα τα νησιά γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα, έθεσαν σε κίνδυνο και αυτά τα μικρά εισοδήματα μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Αλλά και η οικονομική άνοδος της περιόδου στα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού, έβαλε ένα νέο στοιχείο στην αντίληψη που είχαν οι άνθρωποι για την ζωή τους: Την σύγκριση. Αυτή έκανε την φτωχή επιβίωση που ήταν διαθέσιμη, πραγματικά αφόρητη.

Οι άνθρωποι έφευγαν, μαζικά, συμμετέχοντας στο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα όλης της Βαλκανικής, αλλά και της Ευρώπης. Οι κύριοι προορισμοί ήταν η Αμερική, αλλά και η Αίγυπτος και η Σμύρνη είχαν το μερδικό τους. Όλες οι οικογένειες της Ικαρίας έχουν μνήμες προγόνων, ή συγγενών μεταναστών, στις νέες αυτές περιοχές εργασίας. Το πρώτο κύμα, 1890-1920, στην Αμερική αντιμετώπισε την μετοίκηση ως μία προσωρινή κατάσταση, κυρίως αντρών. Να βγάλουν χρήματα τα οποία να φέρουν πίσω στην Ικαρία, όπου παρέμεναν οι οικογένειες. Τακτική «ανταρτοπολέμου»...

Μία τυπική περίπτωση ήταν και ο παππούς, από την πλευρά του πατέρα μου. Τα αρχεία του Ellis Island δείχνουν να έχει φθάσει εκεί 5 φορές μεταξύ του 1902 και του 1921. Τα πρώτα χρόνια δούλεψε στην κατασκευή των σιδηροτροχιών των σιδηροδρόμων. Οι μετανάστες τότε προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα από τους μισθούς τους, ζώντας πολλοί μαζί σε άθλια καταλύματα (πολλές φορές 20 μαζί), και έχοντας να αντιμετωπίσουν, ξένοι χωρίς γνώση της γλώσσας, τον ρατσισμό των «ντόπιων» (δηλαδή των παλαιότερα εγκατεστημένων). Φαντάζομαι σας θυμίζει κάτι «οικείο» αυτό. Τις πέντε φορές που επέστρεψε, με τις οικονομίες, έζησε λίγο στο νησί, αρκετά για να κάνει πέντε παιδιά σε αυτά τα διαλείμματα. Την μία φορά γύρισε πρόωρα, το 1912, καθώς μαθεύτηκε ότι επαναστάτησε η Ικαρία.  Αγόρασε έναν «γκρά» (παλιό εμπροσθογεμές όπλο) και ξεκίνησε να πολεμήσει. Έφτασε φυσικά πολύ αργά γι’ αυτό, καθώς το ταξίδι Αμερική- Ικαρία (η το ανάποδο) μπορούσε να διαρκέσει και 2 μήνες, αν ήθελες να είναι οικονομικό.

Το Ellis Island λειτούργησε μέχρι το 1924. Μετά οι πόρτες, ελεύθερες μέχρι τότε, της Αμερικής έκλεισαν και ξεκίνησε το νέο σύστημα της visa (της ελεγχόμενης εισόδου). Ο παππούς, απροετοίμαστος μεροκαματιάρης καθώς ήταν, έμεινε «απέξω», το 1924 τον βρήκε στην Ικαρία. Για να γυρίσει πίσω, πράγμα απαραίτητο αφού τώρα είχε 5 παιδιά, ήταν αναγκασμένος να πάει παράνομα.

«Λαθρομετανάστης»... Η διαδρομή, η ίδια με τώρα, Μεξικό και από εκεί με περπάτημα από τα σύνορα, κατά ομάδες. Η έλλειψη χαρτιών έκανε πολλές δουλειές μη προσβάσιμες. Δεν μπορούσε να ξαναπάει στο εργοστάσιο παπουτσιών που δούλευε την προηγούμενη φορά, πριν φύγει. Οι μόνες διέξοδοι ήταν οι «μπογιές», η απασχόληση σε συντοπίτες που είχαν γίνει εργολάβοι (και Αμερικανοί πολίτες) με ειδίκευση στο βάψιμο και την συντήρηση μεταλλικών επιφανειών, γέφυρες, εργοστάσια, καμινάδες. Στον τομέα αυτό οι Καριώτες διέπρεψαν γενικά, μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες που ειδικεύονται σε αυτό ανήκουν σε Καριώτες, πρώτης, δεύτερης η και τρίτης γενιάς. Δούλεψε λοιπόν εκεί, μέχρι το 1933, όταν σε ατύχημα έχασε το δεξί του χέρι. Ανάπηρος πια δεν είχε άλλη επιλογή (ασφάλιση γιοκ) παρά να γυρίσει στο νησί με τις όποιες οικονομίες.

Προσπάθησε να κάνει τον έμπορο κάρβουνου. Δεν ήταν γραφτό. Το 1935 πήρε ένα μεγάλο ρίσκο, προσπαθώντας  να ισορροπήσει την δυσμενή του κατάσταση. Πήρε ένα δάνειο από κάποιον χρηματοδότη, πλήρωσε όσους είχαν την δυνατότητα να κάνουν καμίνια στην ευρύτερη περιοχή του χωριού του και έφτιαξε μια μεγάλη ποσότητα κάρβουνου. Ναύλωσε ένα καϊκι για να την μεταφέρει στον Πειραιά, διαλέγοντας την εποχή να είναι από τους πρώτους που θα φέρουν εμπόρευμα, ώστε η τιμή να είναι υψηλή και να το πουλήσει με κέρδος. Όμως ο Ποσειδώνας ήταν εχθρικός. Στο μπουγάζι μεταξύ Ικαρίας και Μυκόνου το πλοίο έπεσε σε μεγάλη φουρτούνα, κινδύνεψε. Ο καπετάνιος για να γλυτώσει έριξε το φορτίο στην  θάλασσα. Δεν έφτανε μόνο η απώλεια του φορτίου, ο ναυλωτής παππούς μου έπρεπε να πληρώσει και όλες τις ζημιές του πλοίου, τις αβαρίες. Οι γνώσεις του, η, οι δυνατότητες του δεν είχαν φθάσει στο κεφάλαιο «ναυτασφάλειες»...

Η συνέχεια είναι μία θάλασσα δυστυχίας που την ξέπλυνε η άλλη, η γενικώτερη δυστυχία του πολέμου, που κατέστρεψε την πλειοψηφία των ανθρώπων και εκμηδένισε τα πάντα.

Η Ικαρία μετά τον πόλεμο άδειασε από ανθρώπους. Η επόμενη γενιά μεταναστών έφευγε για εγκατάσταση, παίρνοντας και τις οικογένειες μαζί τους. Είχαν καταλάβει, από την εμπειρία, ότι δεν μπορείς να είσαι κομμένος στα δύο, η επαγγελματική αποτελεσματικότητα συμβαίνει μόνο ως αποτέλεσμα αφοσίωσης και συγκέντρωσης. Είναι  δηλαδή «τακτικός πόλεμος» και όχι «ανταρτοπόλεμος».  Όχι μόνο στην Αμερική πια, η Αυστραλία, αλλά πολύ περισσότερο η κυρίως Ελλάδα, με αιχμή την Αθήνα, ήταν ο μαγνήτης που τραβούσε τους ανθρώπους μακριά από το νησί.

Οι Καριώτες της νέας μεταναστευτικής εποχής πρόκοψαν στις νέες εστίες τους. Μπορεί να ήταν από τις ικανότητες τους, μπορεί να ήταν αποτέλεσμα της γενικής ανόδου του βιοτικού επιπέδου και της ευημερίας που έφερε η νέα καταναλωτική εποχή στον Δυτικό κόσμο. Πάντως σήμερα είναι η κύρια δύναμη που τροφοδοτεί το νησί με εισοδήματα. Γιατί οι Καριώτες, όπου και αν βρίσκονται, 2ης η 3ης γενιάς ακόμη, κρατούν ένα δέσιμο με την πατρογονική εστία που είναι ισχυρό, ίσως από τα ισχυρότερα ανάμεσα σε παρόμοιους κοινοτικής φύσης «πολιτισμούς».

Πώς προκύπτει αυτή η ιδιαίτερη αίσθηση ταυτότητας των Ικαρίων και πώς αυτή παραμένει ανθεκτική διαχρονικά, αλλά και πώς μπορεί να διαπερνά τις διαδοχικές γενεές, είναι ένα ζήτημα που μπορεί να γίνει αντικείμενο κοινωνιολογικής μελέτης. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι το γεγονός ότι οι Καριώτες είναι και αυτοί οι ίδιοι προϊόν παλαιότερης συγχώνευσης διαφόρων μεταναστών, φυγάδων, που έρχονταν στην Ικαρία για να κρυφτούν, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση της ειδικής σχέσης που έχουν οι απόγονοί τους με τον τόπο που συνέβη η «μίξη». Θα μπορούσαμε να το δούμε σαν ανάλογο με τον βιολογικό κύκλο μερικών ειδών του ζωϊκού βασιλείου (π.χ. οι σολομοί, η, τα χελιδόνια), όπου οι επόμενες γενιές επιστρέφουν σταθερά στον τόπο καταγωγής των προγόνων.

Ικάριοι, καρπός γονιδίων μεταναστών, μετανάστες οι ίδιοι.

Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης
aivaliotis@delta-chemicals.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη.