Η ΚΟΥΛΑ ΜΕΛΑ ΘΥΜΑΤΑΙ:
Γεννήθηκα το 1922 στους Φούρνους και σε ηλικία τεσσάρων ετών έφυγα μαζί με τους γονείς μου για την Ικαρία. Όταν φθάσαμε εκεί μείναμε στον Εύδηλο σε ένα χωριό στην άλλη άκρη του νησιού. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Νίκο Μελά και ταξίδευε συνεχώς με την βάρκα του γιατί είχε το ταχυδρομείο Φούρνοι- Ικαρία και έτσι για πολύ καιρό μέναμε μόνοι στο νησί. Στη γειτονιά μας, δίπλα στο σπίτι μας, ζούσε ένα αντρόγυνο που ο άντρας της οικογένειας έφτιαχνε δυναμίτες. Μια μέρα, εκεί που καθόμουν έξω από το σπίτι βλέπω την αδελφή μου, Παρασκευώ, να έρχεται με μια ξαδέλφη μου η οποία στα χέρια της κρατούσε ένα μάτσο κρεμμύδια για να το δώσει σε μας. Καμιά φορά η γειτόνισσα φώναξε την ξαδέλφη μου να κάτσει δίπλα της για παρέα ενώ εγώ με την αδελφή μου μπήκαμε στο σπίτι. Εκεί κοντά τους, υπήρχε ένα καλάθι με πατάτες και καθώς η ξαδέλφη μου τις σγάρλευε έπιασε κατά λάθος μια χειροβομβίδα που έτυχε να είναι στο πάτο του καλαθιού. Καθώς δεν ήξερε τι ήταν αυτό που έπιασε άρχισε να το καθαρίζει και να το περιεργάζεται. Όμως για κακή της τύχη η χειροβομβίδα έσκασε και η ξαδέλφη μου χώρισε σε δύο κομμάτια. Ακούγοντας τον δυνατό θόρυβο ο πατέρας μου τρομαγμένος πετάχτηκε έξω να δει τι συμβαίνει φοβούμενος για μας. Εμείς όμως από τύχη βρισκόμασταν μέσα στο σπιτι. Βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα άρπαξε τους χτυπημένους και τους μετέφερε με την βάρκα σε ένα γιατρό ονόματι Μαλαχία. Δυστυχώς όμως η ξαδέλφη μου είχε ήδη πεθάνει. Επειδή τα μέσα τότε δεν υπήρχαν, τη θάψαμε στο νεκροταφείο καλύπτοντάς τη με πέτρες. Από τότε ο πατέρας μου φοβούμενος για το τι θα μας ξημέρωνε, μας πήρε και φύγαμε από κει. Από τότε ζήσαμε στον Άγιο Κήρυκο, την πρωτεύουσα του νησιού προσπαθώντας να ξεχάσουμε τα περασμένα.
ΑΘΗΝΑ
Σε ηλικία εννιά χρονών πήγα στην Αθήνα να μείνω μαζί με τη θεία μου. Ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τα γράμματα παρόλο που ήταν αναλφάβητη. Κάθε φορά που ερχόταν στην Ικαρία για διακοπές τής έλεγα:«Θεία, θα με πάρεις και μένα στην Αθήνα που θέλω να τη δω» και εκείνη μου έλεγε: «άμα γράψεις δέκα στο σχολείο θα σε πάρω». Και εγώ έβαλα τα δυνατά μου τότες να γράψω καλά και τα κατάφερα. Πήγα στην Αθήνα. Τότες μέναμε στην πλατεία Βάθης, στην οδο Μαιζώνος 4. Σχολείο πήγαινα κοντά στην Λιοσίων στην Μιχαήλ Βόδα. Ήταν όμορφα χρόνια. Η θεία μου με πήγαινε στο λούνα παρκ και εγώ διασκέδαζα πολύ. Εκείνη την εποχή σερνόταν άγρια γρίπη και ο κόσμος πέθαινε. Σε γυρνούσε πνευμονία και τελείωνες στο άψε σβήσε. Σε μια από τις πολλές μας βόλτες, έτυχε να πάμε με την θεία μου σε μια ξαδέλφη της, Ντινιακού την έλεγαν. Ήταν άρρωστη η καημένη απ’ τη γρίπη. Άμα φεύγαμε λοιπόν εκείνη με φίλησε. Όταν γυρίζαμε σπίτι, καθώς περνούσαμε απ’ το Ζάππειο με πιάνει ένα σύγκρυο. Η θεία μου τότες αμέσως μου έδωσε την εσάρπα της και τυλίχτηκα ολόγυρα μ ΄αυτή. Αφού πήγαμε σπίτι, έκανα να βγω από κει μέσα κάμποσο καιρό. Δέκα μέρες ήμουν στο κρεββάτι σε αφασία. Δε μιλούσα, δε λαλούσα, δεν καταλάβαινα άμα πεινούσα ή διψούσα, αν έτρωγα, αν έπινα. Ήμουν σαν φυτό.
Όλοι στο σπίτι με είχαν για χαμένη αλλά την δέκατη μέρα πια άνοιξα τα μάτια μου και θυμάμαι ζήτησα να πιώ νερό. Το πόσο χάρηκαν όλοι που ξαναζωντάνεψα, δε λέγεται. Η θεία μου μάλιστα από την τρομάρα της με μάλωσε λέγοντάς μου: «άμα σε ξαναπάρω στην Αθήνα, Κούλα…..δεν πρόλαβες να ‘ρθεις και μού αρρώστησες. Τότε η θεία μου είχε φίλους κάτι Κρατσαίους. Αυτοί ήταν μεγάλοι άνθρωποι. Με βοηθούσαν στα μαθήματά μου και πιο πολύ στην αριθμητική. Αυτά έγιναν τότες. Την Αθήνα έκανα πια καιρό να τη δω. Αργότερα επέστρεψα, όταν ήμουν πια μεγάλη.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ
Όταν είχα πια γυρίσει στην Ικαρία, θυμάμαι που παίζαμε ακόμα στους δρόμους με τα άλλα παιδιά. Και εγώ παιδί ήμουν τότε, δεκαέξι χρονών. Παίζαμε διάφορα παιχνίδια της εποχής εκείνης όπως κρυφτό, κυνηγητό. Στο κρυφτό μάλιστα γνώρισα και τον παππού σου. Ο Γιώργος ήταν μεγαλύτερος από μένα κοντά τέσσερα χρόνια. Ήταν ωραίος ξανθός και η αλήθεια είναι ότι δεν τον είχα προσέξει τότε που παίζαμε. Εκείνη την εποχή τα κλέβανε τα κορίτσια που άρεσαν στα αγόρια. Το ίδιο έκανε και ο Γιώργος. Θα του άρεσα φαίνεται γιατί εκεί που είχα κρυφτεί καλά μια μέρα που παίζαμε κρυφτό σε μια κρυψώνα, με άρπαξε από το χέρι και άρχισε να με τραβολογάει. Τρέχαμε για ώρες ως που φτάσαμε στο Καραβόσταμο και από εκεί στον Ευδηλο.
Η αλήθεια είναι πως τότες δεν ήξερα τι θα πει αγάπη. Μια φορά πάντως με τον τρόπο μου, τον αγάπησα τον παππού σου. Αφού είχαμε κλεφτεί, μια μέρα με γύρισε στο σπίτι. Τότες τα παιδιά τα πάντρευαν μικρά. Όμως πρώτα έπρεπε να πάμε στου Αστυνόμους. Όταν αυτοί με ρώτησαν πόσο χρονών είμαι ο Γιώργος έβαλε να γράψουν άλλη ημερομηνία γέννησης γιατί τότε ήμουν ανήλικη. Αυτό μου δημιούργησε πολλά προβλήματα στο μέλλον. Έτσι μετά από λίγο καιρό παντρευτήκαμε και αμέσως μετά ο άντρας μου μπάρκαρε με κάποιο καράβι. Εκείνο τον καιρό ήμουν έγκυος στη Σοφία τη μητέρα σου. Όταν γεννήθηκε, η γιαγιά της - λές και εκείνη την είχε γεννήσει - την αγαπούσε τόσο πολύ που όταν ήρθε ο καιρός να φύγουμε για την Κύπρο δεν ήθελε με κανένα τρόπο να την αφήσει να φύγει. Στο μεταξύ ο Γιώργος είχε επιστρέψει στο νησί αλλά σύντομα ξαναέφυγε.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τους Ιταλούς αναγκάστηκε να φύγει για τη Μέση Ανατολή για να σωθεί γιατί τον κυνηγούσαν. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί εμείς έπρεπε να φύγουμε για την Κύπρο αλλά την μητέρα σου δεν μπόρεσα να την πάρω μαζί μου. Τελευταία στιγμή την έκλεψε η γιαγιά της. Τόσο πολύ την αγαπούσε που δεν μπορούσε να την αποχωριστεί και να ζήσει χωρίς αυτή. Όταν πήρα είδηση ότι η Σοφία έλειπε από κοντά μου, είπα να πάω να την πάρω πίσω άλλα ο κουνιάδος μου, μου είπε: «Μην την πάρεις τη Σοφία. Η μάνα θα πεθάνει μόνη της εκεί» και έτσι την άφησα. Φύγαμε με σκοπό να μείνουμε μόνιμα στην Κύπρο αλλά η Σοφία ήταν ο μοναδικός λόγος που επέστρεψα στο νησί πολύ αργότερα.
Η ΣΟΦΙΑ ΘΥΜΑΤΑΙ:
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τους Ιταλούς, η ζωή μας δεν άργησε να αλλάξει. Δεν ήταν όμως χειρότεροι από τους Γερμανούς οι οποίοι βασάνιζαν πολύ κόσμο. Όταν αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Ικαρία τα πράγματα δυσκόλεψαν. Η ζωή στο νησί ήταν δύσκολη. Φτώχεια και πείνα πολύ. Αλλά ευτυχώς εμείς δεν πεινάσαμε. Θυμάμαι η γιαγιά μου έφτιαχνε ψωμί με βούτυρο και πασπαλισμένη ζάχαρη για να δυναμώσω. Εγώ όμως όσο και αν έτρωγα ήμουν πάντα αδύνατη. Το μουρουνέλαιο το έπινα σε μόνιμη βάση αλλά εκείνο που λαχταρούσα πιο πολύ ήταν το τσάι με τα αμύγδαλα. Με την γιαγιά μου είχαμε μια πολύ δυνατή σχέση. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποχωριστεί η μία την άλλη. Όταν κάποια μέρα την πήραν οι Γερμανοί για ανάκριση, εγώ θυμάμαι λιποθύμησα. Τότε αυτοί φοβούμενοι μήπως πάθω τίποτα, προσπάθησαν να με συνεφέρουν. Μπορεί στη πλειοψηφία τους οι Γερμανοί να ήταν κακοί, κάποιοι όμως από αυτούς ήταν άνθρωποι. Κάποια φορά έτυχε να έχουν τρόφιμα σωριασμένα, ένας σωρός από λογής λογής όσπρια υπήρχαν σε μια αποθήκη και κάποιος από αυτούς με είδε και με φώναξε κοντά του. Θα με λυπήθηκε φαίνεται έτσι λεπτοκαμωμένη που ήμουν. Ο Γερμανός τότε μου ζήτησε να σηκώσω την ποδιά μου. Εγώ αμήχανα την σήκωσα και τότε εκείνος μου τη γέμισε ρεβίθια. Τελικά υπήρχε λίγη καλοσύνη και ανθρωπιά. Στην οικογένειά μας είχα κάποιες θείες από την Γαλλία πολύ πλούσιες οι οποίες τα χρόνια εκείνα την κατοχής μάς έστελναν υπέροχα πράγματα όπως κούκλες, ρούχα, παπούτσια, πανάκριβα τα περισσότερα. Αλλά και οι γονείς μου μας έστελναν κούτες γεμάτες χρήσιμα πράγματα. Αισθανόμουν προνομιούχα και μέσα σε όλη αυτή τη δυστυχία, εγώ ένιωθα ότι ήμουν το πιο τυχερό παιδί του κόσμου. Οι γονείς μου, μα πιο πολύ η μητέρα μου, μου έλειπε πολύ. Όμως η απόσταση που μας χώριζε ήταν τελικά προς όφελός μας. Τα χρήματα που έστελναν μας κρατούσαν στη ζωή.
Η ΚΟΥΛΑ ΘΥΜΑΤΑΙ: Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΚΥΠΡΟ
Μέναμε στη Λεμεσό σε μια γειτονιά που ζούσαν Εβραίες κουτσομπόλες. Καλύτερα να μην σε έπιαναν στο στόμα τους. Δεν είχαν τι να κάνουν και ασχολούνταν με το κουτσομπολιό από το πρωί ως το βράδυ. Καμιά φορά μού μήνυσε ο άνδρας μου να έρθω να τον βρω στην Αλεξάνδρεια. Τότε ήταν ναυτικός σε πολεμικό καράβι και ένας ναυτικός τού είπε πως άμα ήθελα να έρθω και εγώ εκεί, έπρεπε ή να βάλει εγγύηση τους συγγενής μου – αν αυτοί είχαν τα χρήματα να το κάνουν- ή να με γράψει νοσοκόμα. Οι μόνοι πλούσιοι συγγενείς που είχα ήταν οι ξαδέλφες μου από την Γαλλία αλλά ήταν αδύνατον να έρθω τότε σε επαφή μαζί τους. Έτσι αποφάσισα να γραφτώ νοσοκόμα. Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να ζητήσω την άδεια του πατέρα μου γιατί μέχρι τα είκοσι θεωρούμασταν ανήλικοι. Εγώ τότε ήμουν δεκαεννιά. Άμα έμαθε ο πατέρας μου πως ήθελα να γραφτώ στρατιωτική νοσοκόμα, μου απάντησε πως δεν θα υπέγραφε: «Θες να γίνεις νοσοκόμα για να πάς να τον βρεις», μου είπε θυμωμένα. Και εγώ του απάντησα πως δεν ήθελα να βρω τον Γιώργο, πως έτσι μου ήρθε και ήθελα να πάω. Και εκείνος ανένδοτος απάντησε: « όχι δεν υπογράφω». Αμα είδα πως δεν υπέγραφε χάλασα τον κόσμο. Φώναζα, έκλαιγα και αφού ο άνδρας μου είδε πως δεν υπέγραφε ο πατέρας μου, ήρθε μαζί με κάποιες γυναίκες αξιωματικούς και μου ζήτησαν αυτοπροσώπως να γίνω νοσοκόμα. Τότε ο πατέρας μου αναγκάστηκε να υπογράψει. Ο πατέρας μου τον Γιώργο τον μισούσε. Είχαν από χρόνια έχθρα, γι' αυτό και δεν ήθελε να πάω μαζί του. Όταν τελικά πήγα για νοσοκόμα, εκπαιδεύτηκα σαράντα μέρες. Τότε η εκπαίδευση δεν ήταν διαφορετική για τις γυναίκες. Ήταν το ίδιο σκληρή. Μόνο όπλο που δεν κρατούσαμε.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Όταν τελείωσε η εκπαίδευση πήραμε τους σάκους στον ώμο και φύγαμε με το καράβι για τη Πόρτ Σάιντ. Επειδή μεσοπόλεμα τα καράβια διέτρεχαν πολλούς κινδύνους και επειδή το καράβι ήταν γεμάτο στρατιώτες έπρεπε να προστατεύεται από παντού. Δυο αεροπλάνα θυμάμαι ήταν από πάνω μας, μπροστά μας ο «Αετός», από κάτω το υποβρύχιο «Παπανικολής», δίπλα μας και πίσω ακολουθούσαν άλλα τρία καράβια. Το δικό μας καράβι βρισκόταν στη μέση.
Μία μέρα κάναμε να φθάσουμε. Όταν μπήκαμε στο λιμάνι, αμέσως πήραμε το τρένο για το Τελ Αβίβ. Το ταξίδι με το καράβι με είχε κουράσει και έτσι αποκοιμήθηκα στο τρένο μέχρι το στρατόπεδο. Ήταν ένα ταξίδι εννιά ωρών. Το στρατόπεδο ήταν τεράστιο. Νοσοκομεία, στρατώνες, τα πάντα υπήρχαν εκεί. Τότε απαγορευόταν να μπαίνουν άνδρες, όποιοι και να ήταν αυτοί, στους κοιτώνες των γυναικών. Μια φορά με ζήτησε κάποιος λέγοντας πως είναι ο αδελφός μου. Έτρεξε λοιπόν μια Κύπρια νοσοκόμα να μου φέρει το μαντάτο. «Τρέξε, Κούλα, ήρθε ο αδελφός σου» μου είπε και βγαίνοντας έξω και ενώ όλοι περίμεναν να πέσω στην αγκαλιά του, εγώ βρέθηκα να τον κοιτάζω καλά, καλά . Αφού είδαν οι αξιωματικοί και οι άλλες γυναίκες το συμβάν με ρώτησαν στα αγγλικά: « Γιατί κυρία Κούλα δεν αγκαλιάζεις τον αδελφό σου» και εγώ με τα λίγα αγγλικά που ήξερα απάντησα: «No brother» εννοώντας πως δεν είναι αδελφός μου. Επέμειναν ξανά να ρωτάνε γιατί δεν τον αγκάλιαζα και εγώ τους εξήγησα ότι δεν τον ήξερα τον άνθρωπο και έτσι έφυγα. Αυτή που με είχε φωνάξει, άρχισε τότε να τον βρίζει και να του φωνάζει σαν τρελή. Τον έκανε τ’ αλατιού. Φοβήθηκα και εγώ να μην μάθει ο παππούς σου αυτά τα πράγματα και πουθενά να βγω έξω, ούτε σινεμά δεν πήγαινα. Γιατί τότε βγαίναμε πολύ συχνά και διασκεδάζαμε. Φαίνεται πως σε μια απ’ τις προηγούμενες εξόδους μας με καλοείδε αυτός και κόπιασε να με δει και από κοντά. Που λοιπόν να ξαναβγώ!
Ώσπου μια φίλη απ’ τη Κύπρο μου μήνυσε να πάμε σινεμά μαζί. «’Ελα Κούλα, πάμε, δεν έχω ξαναπάει και εγώ ποτέ» μου έλεγε και μου ξανάλεγε, εγώ πουθενά όμως. Στο τέλος με κατάφερε. Πάμε λοιπόν στο σινεμά και καθόμαστε πάνω στον εξώστη. Όλο το σινεμά ήταν γεμάτο στρατιώτες. Δίπλα μας κάθονταν Άγγλοι, Σκοτσέζοι, Αμερικάνοι. Εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά να σου και βλέπω ένα ναύτη. Σκέφτομαι λοιπόν: «έχει γούστο να είναι ο άνδρας μου αυτός και άμα με βρει εδώ μέσα τι θα κάνω μετά;» όπου φύγει φύγει εγώ. Φεύγω λοιπόν και πάω πίσω στους στρατώνες. Όταν γύρισε και η φίλη μου μετά, με ρώτησε γιατί έφυγα απ’ το σινεμά άρον –άρον και της απάντησα: «είδα έναν ναύτη μέσα- ο άνδρας μου ήταν». «Βρε Κούλα μου, δεν ήταν ο άνδρας σου, ένας ναύτης Εβραίος ήταν.» είπε η φίλη μου. Είχα κάνει γκάφα, αλλά που μυαλό τότε! Λες και εκείνος έπρεπε να είναι ο Γιώργος και κανένας άλλος.
Όσο ήμουν στο στρατό κάναμε πολλές εκδρομές στη Παλαιστίνη την οποία γυρίσαμε σχεδόν όλη. Μέχρι τα Ιεροσόλυμα φθάσαμε τα Χριστούγεννα για τις γιορτές. Πρέπει να είχαν περάσει τρεις μήνες από τότε που έφθασα εκεί. Μετά πήραμε άδεια εφτά μέρες γιατί το δικαιούμασταν. Έτσι κανόνισα με τον παππού σου να πάω να τον βρω στην Αλεξάνδρεια. Ταξίδεψα μόνη. Έδειξα στον ταξιτζή την οδό και με έφερε ακριβώς στο σπίτι. Όταν έφθασα, ο Γιώργος δεν ήταν εκεί. Το είχαν αγνοούμενο γιατί το καράβι του είχε χτυπηθεί. Αυτό το έμαθα βέβαια όταν έφθασε ο άνδρας μου στην Αλεξάνδρεια σώος. Μαζί με τον αδελφό μου που ήταν και αυτός εκεί, γυρίσαμε όλη την Αλεξάνδρεια. Φθάσαμε μέχρι τις πυραμίδες. Στη διαδρομή θυμάμαι ανέβηκα και σε καμήλα γιατί η άμμος της ερήμου σε κούραζε. Αλλά ανακατεύθηκα από το κούνημα γιατί η καμήλα κάνει περίεργο περπάτημα και επειδή φοβήθηκα μην πέσω, ο αδελφός μου έβαλε μια καρέκλα να κατέβω. Την έβδομη μέρα ήρθε η αστυνομία και με ζήτησε. Έπρεπε να επιστρέψω πάλι πίσω στο στρατόπεδο.
Κάποια φορά, θυμάμαι, μου συνέβη και κάτι πολύ δυσάρεστο, ένα ατύχημα. Έγινε όταν επιστρέφαμε απ’ τους πρόσφυγες στη Γάζα. Σε κάποιο σημείο του δρόμου λοιπόν τρακάραμε με ένα νερουλάδικο. Εγώ καθόμουν μπροστά με τον οδηγό και οι άλλες στρατιωτίνες στη καρότσα. Μετά τη σύγκρουση ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκα μέσα στο χωράφι. Οι άλλες είχαν πέσει στο δρόμο και βογγούσαν. Τις άκουσα φαίνεται και γι’ αυτό συνήλθα. Ευτυχώς είχα χτυπηθεί ελαφρά στα χέρια, βοήθησε και το γεγονός ότι είχα πέσει σε μέρος νοτισμένο-το χωράφι είχε πολύ νερό – και έτσι την γλίτωσα. Μας παίρνει λοιπόν κάποιος και μας μεταφέρει στο νοσοκομείο. Εκεί μείναμε δύο μέρες. Ύστερα από αυτό το γεγονός φοβόμουν. Πού να μπω σε φορτηγό! Και έτσι οι μετακινήσεις μου γίνονταν με ταξί. Επειδή η θητεία μου ήταν εντελώς προσωρινή, έφυγα απ’ το στρατό. Μετά πια κάθισα στην Αλεξάνδρεια σε μια θεία μου για τέσσερα χρόνια. Η θεία μου είχε πανσιόν και τα δωμάτια τα νοίκιαζε σε στρατιώτες. Εκεί τότε υπήρχαν πολλοί Έλληνες ενώ τα ελληνικά τα άκουγες σχεδόν παντού. Ο φούρναρης, ας πούμε, ήταν Κύπριος ενώ στην αγορά, που έσφυζε από κόσμο, όλο και κάποια ελληνική λέξη ή φράση θα άκουγες. Μόνο στο Κάιρο υπήρχε πρόβλημα συνεννόησης γιατί έμεναν πολλοί αραπάδες. Εκεί ήμουν καλεσμένοι του αδελφού μου και ενός θείου μου. Γυρίσαμε ολόκληρη την πόλη. Ο ζωολογικός κήπος που επισκευτήκαμε είχε κάθε λογής ζώα. Ακόμα και οι παπαγάλοι που υπήρχαν εκεί μιλούσαν ελληνικά. Ήταν δε τόσο μεγάλος, που έκανες μια εβδομάδα να τον γυρίσεις.
Ήταν θυμάμαι η γιορτή Κωνσταντίνου και Ελένης αλλά εγώ το είχα ξεχάσει από αφηρημάδα. Λαμβάνω λοιπόν ένα μεγάλο δίσκο με γλυκά από ένα ζαχαροπλαστείο ,το μεγαλύτερο στην Αλεξάνδρεια. Επειδή στη θεία μου άρεσαν τα γλυκά, με ρώτησε από ποιον μπορούσε να είναι. Ο δίσκος ήταν ωραία τυλιγμένος με χρυσή κορδέλα και σε μια κάρτα που βρισκόταν επάνω έγραφε: «με αγάπη». Αναρωτιόμασταν λοιπόν τι ήταν. Εγώ δεν ήθελα να το ανοίξουμε και έτσι το αφήσαμε στην άκρη. Αλλά η θεία μου είχε αγχωθεί. Σαν χτύπησε αργότερα η πόρτα μπήκε μέσα ο «Βλάχος», ένας αγαθός άνθρωπος. Το όνομα του ήταν Αλέκος αλλά τον φωνάζαμε έτσι γιατί ήταν από την Βλαχία. Μόλις με είδε με πλησίασε και με αγκάλιασε. «Χρόνια πολλά, Κούλα μου», μου είπε. Εγώ κοκκίνησα και μου ήρθε να του δώσω ένα χαστούκι. Λέω στη θεία μου τότε: «Μα τρελάθηκε, θεία, ο Αλέκος, τι λέει τώρα.» και η θεία μου απάντησε: «Κούλα είναι η γιορτή μου, το ξέχασες;» αργότερα μάθαμε ότι τα γλυκά τα είχε φέρει ο ίδιος. Δούλευε στο ζαχαροπλαστείο. Όταν ανοίξαμε το κουτί μέσα είχε κάθε είδους γλυκό. Αφού κεράσαμε τον κόσμο, λέει η θεία μου στον Αλέκο: «Βρε Αλέκο, δεν φέρνεις να πιούμε και εκείνο το κυπραίικο κρασί που έχεις στο δωμάτιό σου. Τι να κάνει ο Αλέκος, το φέρνει και το αρχινάμε λοιπόν. Μα ήταν ένα κρασί «μπρούσκο». Και έτσι το ήπιαμε όλο.
Αυτή είναι η ιστορία της γιαγιάς μου Κούλας Πετσάκου. Μιας γυναίκας που αφηγείται τη ζωή της στα χρόνια του πολέμου της ξενιτιάς και της φτώχιας και που δεν θα ζήλευε όσες παρόμοιες έχουν γραφτεί. Γιατί η ζωή της ήταν μοναδική και ξεχωριστή. Η γιαγιά μου ήταν μια αγωνίστρια της ζωής.
Ευγενία Χάντζου
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.