Σιέστα

Κοιμάμαι με το παράθυρο ανοιχτό στη λεωφόρο. Αργά το απόγευμα,  για μεσημέρι.  Ο ήλιος δύει στα σεντόνια μου και οι μηχανές περνάνε κάτω απ’ το κρεβάτι. Κοιμάμαι και συνεχίζω ενεργά να παίρνω μέρος στην κίνηση της πόλης. Και έρχεται κι αυτή μαζί μου. Τρυπώνει μες τον ύπνο μου και μπαίνει στα όνειρά μου: 

Βρισκόμαστε μαζί στο χωριό. Ξέρω μες τ’ όνειρο, κι ας είναι ψέμα,  πως σήμερα γιορτάζει ο Άγιος.  Είμαστε σ’ ένα παλιό σπίτι,  δικό μου, μα δεν είναι. Με μαρμαρένιους νεροχύτες και τα σκαλιά του πύργου*  φαγωμένα. Κι αυτοί  που προκαλούν το βουητό, τώρα πηγαινοέρχονται στο μισοσκόταδο της κάμαρας χαμένοι.  Έξω φυσάει χωρίς να κάνει κρύο. Οι φυλλωσιές των δέντρων κυματίζουν κι ο χωματόδρομος σηκώνει σκόνη. Οι χωριανοί πηγαινοέρχονται στο τελευταίο φώς της μέρας. Στέκονται λίγο,  να ανταλλάξουν δυο κουβέντες  μεταξύ τους κι έπειτα συνεχίζουν.  Βλέπω ένα φίλο να περνάει  το μονοπάτι. Θέλω να βγω να χαιρετήσω. 

Ξυπνάω μα δε μπορώ να κουνηθώ.  Η Μόρα με κρατάει καρφωμένη. Γνωριζόμαστε. Της κάνω  χάρη να κάνω πως κοιμάμαι  λίγο ακόμη. Και προσποιούμαι πως χαιρετώ το φίλο μέσα στ’ όνειρο. ‘Έτσι με τρόπο γυρνώ στο πλάι και της ξεφεύγω. Ελευθερώνω  τους ομήρους μου με ανοιχτά τα μάτια και βλέπω  τις σκιές τους να γλιστρούνε βιαστικές απ το παράθυρο, ξανά στο δρόμο.  Γλυκά και μαγεμένα μου ‘χει νυχτώσει απόψε η πόλη..

η Φαηδόνα

 

*πύργος με την έννοια του επάνω ορόφου, ένα δωμάτιο. Δεν πήγα και στα Καρπάθια , μέχρι την Ικαρία πήγα.

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.