24/09/2013 - 00:08L train

Κατεβαίνεις τρέχοντας τα σκαλιά, σκύβεις το κεφάλι πριν ακόμα φτάσεις στο πλατύσκαλο για να δεις αν πρόλαβες. Φυσικά και δεν έχεις προλάβει. Το L train μόλις πέρασε. Παίρνεις ύφος αγέρωχο, “δεν πειράζει έχω το βιβλίο στη τσάντα”. Άλλωστε, στο ραντεβού με τον συνάδελφο αργείς πάντα, γιατί να πας στην ώρα σου σήμερα; Άσε που έχεις δικαιολογία έτοιμη, ήσουν Ικαρία το καλοκαίρι, δεν τα πας καλά με τα ρολόγια.

Πόσες φορές οι άνθρωποι νιώθουμε αόρατοι; Ότι δεν μας ακούν, δεν μας καταλαβαίνουν, δεν μας νιώθουν; Άπειρες. Γινόμαστε αόρατοι για τους φίλους, την οικογένεια, τον κοινωνικό περίγυρο, αόρατοι για μια ολόκληρη χώρα. Κι όταν το αποδεχτείς αυτό, τότε δεν σε βλέπουν ούτε οι άλλοι, δεν βλέπεις ούτε συ τον εαυτό σου και συνεπώς δεν πρόκειται να σου αναγνωρίσουν κανένα δικαίωμα.

19/09/2013 - 22:17Πότε;

Τικ τακ τικ τακ τικ τακ… Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε όταν διάβασα για τα γεγονότα στη Μανωλάδα. Από εκείνη τη στιγμή περίμενα το επόμενο χτύπημα. Όχι σε μετανάστη βέβαια. Αυτό έχει γίνει καθημερινή ρουτίνα…

Άστα αυτά! Ξημερώνεις και πώς μάλιστα; Συνήθως μας βρίσκεις κάτω απ τα δέντρα. Σε μια πλατεία, στην αυλή ενός σχολείου, έξω απ την εκκλησία του χωριού ή σε μια εκκλησία στο πουθενά, κάπου στην Ικαρία. Μπροστά από ακατάστατους πάγκους με μισοάδεια μπουκάλια κρασί και λαδόκολλες με φαγωμένο κρέας. Ευτυχώς περισσεύει πάντα λίγο ψωμί να βουτάς στ’ απομεινάρια της σαλάτας αυτές τις δύσκολες ώρες.

Είχε φτάσει ο Αύγουστος (18) και ενώ είχα σκοπό να φύγουμε μετά το πανηγύρι του Αϊ-Στάθη απ' το νησί, έσπασε ο διάολος το ποδάριν του και η μάνα μου ήμπλασε στα καλά των καθουμένων κι έσπασε τον κλούδον της!

Δεν ξέρω πότε, πού και πώς ανακάλυψα τους ήχους του ρεμπέτικου. Σαν μια μαγική, αόρατη κλωστή να με είχε δεμένη και να με καλούσε κοντά του να το ανακαλύψω, να το εξερευνήσω.

Πρίν απο 60-70 χρόνια ήταν η Σουρουμάνενα από το Κουντουμά. Μια γυναίκα του χωριού νοικοκυρά και χρυσοχέρα όπως και με πολύ χιούμορ. Ετσι εκείνη τη μέρα της ήρτε να κάμει παξιμάδια. Ηξεκίνησε λοιπό, απο το ζήμωμα και αφού ηπείρωσε καλά καλά το φούρνο ηξεκίνησε το φούρνισμα. Υστερα απο κάνα δυό ώρες ήβγαλεν τα ψωμιά όξω, που ήτο έτσι πλασμένα ώστε να κόβγει το ψωμί φέτες

Το καλοκαίρι πέρασε, μείναμε μεταξύ μας κι άρχισαν οι συζητήσεις του απολογισμού. Ποιος πέρασε καλά, πόσο μας κούρασαν τα ξενύχτια και ποιοι, τυχεροί, βρήκαν το χρόνο, ανάμεσα σε δουλειές και ξεφάντωμα, να κάνουν και τα μπάνια τους στη θάλασσα.

Στις 12 Αυγούστου 2013 στο «Δεντρόσπιτο» του Χριστού Ραχών, ο κύριος Σήφης Στενός, ο ένας εκ των τριών εισηγητών που παρουσίασαν τις «Ελεύθερες Πτήσεις 2» του ikariamag, είπε μια φράση που κέντρισε πολύ την σκέψη μου.

Με τα πόδια απλωμένα πάνω στη σανίδα του σερφ, ο Αύγουστος καθόταν αραχτός στην παραλία της Μεσακτής και έπινε μία κρύα μπίρα. Το ημερολόγιο έλεγε 20 και η ώρα ήταν… βαρύ μεσημέρι.

Σελίδες

ikariastore banner