Οι φίλοι μιλούσαν για Ικαρία, για αυτοδιαχειριζόμενα κάμπινγκ, για το Να, για τη χαλαρή ατμόσφαιρα, κι εγώ με τον Σον, τον Ολλανδό συνταξιδιώτη μου για πάνω από 30 χρόνια, στην Ελλάδα κι έξω, κουνούσαμε το κεφάλι και λέγαμε "τσκ… τσκ… Σαν τους Φούρνους…!"
Λέγαμε βέβαια πάντα ότι την επόμενη φορά που θα πάμε Φούρνους, θ' αφήναμε και κάνα διήμερο να δούμε την Ικαρία, αλλά ποτέ δεν έτυχε. Κάθε φορά που σκάγαμε στο Καμπί, ετοιμάζαμε τη σκηνή κάτω απ' τα πεύκα και "κλείναμε" ψάρια στην κυρά-Κατίνα (με τα απαραίτητα ούζα) για όλη μας τη διαμονή, η Ικαρία ξεχνιόταν, όπως και κάθε τι άλλο, σ' εκείνη την παραλία που είχε δυο πεύκα, μια αυτοσχέδια τουαλέτα, μια μικρή ταβέρνα, δυο δωμάτια κι ένα μικρό ιστιοφόρο με κάτι Ολλανδούς που περνούσαν κι αυτοί την τελευταία 20ετία κάθε τους καλοκαίρι εκεί.
Μια χρονιά, λοιπόν, ο Σον ήρθε στην Ελλάδα Οκτώβρη. Έκανε κρύο τον Οκτώβρη του '96 αλλά το αποφασίσαμε: Θα πηγαίναμε για 4 μέρες μόνο, τόσο μας έπαιρνε, στους Φούρνους, να δούμε το νησί και μ' άλλο φως, πιο σκοτεινό. Και πήγαμε. Μόνο που δεν υπολογίσαμε πως τα δρομολόγια δεν ήταν πια τόσο συχνά, και στις 2 μέρες επάνω, έπρεπε να φύγουμε. Κι έτσι, από ένα λάθος, να που εμφανίστηκε η ευκαιρία των δυο ημερών στην Ικαρία.
Τι να προλάβεις να δεις σε δυο μέρες, σκεφτήκαμε. Γι' αυτό και νοικιάσαμε ένα αμάξι, να το γυρίσουμε, να πάρουμε μια ιδέα, να δούμε αν θελήσουμε να ξαναπάμε. Προφανώς, οδηγούσα εγώ αφού ο καημένος ο Σον, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε μέρος που 'χε υψόμετρο έστω και δύο μέτρων, έτσι που ήταν μαθημένος στο ολλανδικό ίσιωμα.
Και κάποια στιγμή, σκάμε σε μια αυλή. Έπρεπε να 'χαμε στρίψει στην Πλάκα για τα ενδότερα, πινακίδα δεν είδαμε, συνεχίσαμε και φτάσαμε σ' αυτή την περιποιημένη αυλή. Σιγά-σιγά, προσεκτικά, έκανα τη μανούβρα να βγω, να μην ενοχλήσουμε τους νοικοκυραίους. Αλλά, μας πήραν χαμπάρι. Βγήκε ένας γέρος αλαλιασμένος, "Τι θέλετε εδώ;" μας φώναξε, οπότε και σταμάτησα να του εξηγήσω.
Μου εξήγησε κι αυτός πού έπρεπε να είχαμε στρίψει και δε στρίψαμε κι ανεβαίνω στο αμάξι να φύγουμε. "Βρε παιδιά, ένα ποτήρι νερό δε σας δώσαμε", μας λέει. Κι εγώ που πράγματι διψούσα -δεν ήταν κι εποχή να κουβαλάς τα πλαστικά μπουκάλια- ξανακατέβηκα να περιμένω να μου φέρει λίγο νερό.
Σιγά που θα το 'φερνε αυτός. Σκούζει, ξανασκούζει, μέχρι που βγαίνει η γυναίκα του αναμαλλιασμένη στην είσοδο. Φαρμακώθηκα όταν κατάλαβα πως την ξυπνήσαμε κι άρχισα να της δικαιολογούμαι. "Ξέρετε, αλλού πηγαίναμε, αλλά χαθήκαμε και βρεθήκαμε στην αυλή σας". Κι αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα, μέσα στον ύπνο της ακόμα, μου απαντάει: "Αφού βρέθηκες στην αυλή μου, κοπέλα μου, δεν χάθηκες".
Τράβα εξήγησε τώρα στον Ολλανδό, τι είπε η γυναίκα!
Για την ιστορία, να σου πω ότι, όπως στα κινούμενα σχέδια, η γυναίκα μπήκε στο σπίτι για νερό κι αμέσως, λες και δε μεσολάβησε χρόνος, λες και τα 'χε έτοιμα και μας περίμενε, βγαίνει μ' έναν δίσκο που 'χε βέβαια νερό, αλλά είχε και κρασί και ομελέτα και λουκάνικα και λίγα τουρσάκια. Και ψωμί. Και τυρί. Και λίγα χόρτα. Και ελιές.
"Θα πεινάτε", λέει. "Τουρίστες δεν είστε;"
Δεν πεινούσαμε. Αλλά ήταν απ' τα πιο νόστιμα τσιμπούσια που κάναμε ποτέ.
Πώς είπες; Αν ξαναπήγαμε; Εσύ τι λες;
Λένα Ταχμαζίδου
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.