Το 1942, όταν οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους γονείς μου και η πείνα θέριζε, μας πήρε η μητέρα μου, τρία μικρά παιδιά, και σε μια ψαρόβαρκα, μαζί με άλλους κατατρεγμένους, φύγαμε κρυφά από την Ικαρία για την Τουρκία. Αλλόθρησκοι εμείς πηγαίναμε σε αλλόθρησκη χώρα με πεινασμένο και εχθρικό λαό. Η προκατάληψη και ο λογικός φόβος για το τι μας περίμενε διαπερνούσε κι εμάς, τα παιδιά. Όταν η βάρκα έφτασε νύχτα σε κάποιον ερημικό κάβο απέναντι, δεν ξέραμε αν είχαμε σωθεί ή αν μας περίμεναν τα χειρότερα.
Ένας Τούρκος βοσκός μάς περιμάζεψε και μας οδήγησε παράνομα σε μια κοντινή κωμόπολη, τα Αλάτσατα, και από 'κεί μας μετέφεραν στον Τσεσμέ. Σε λίγες μέρες αρρώστησα βαριά από οξείς ρευματισμούς και σώθηκα χάρη στο πείσμα ενός νεαρού Τούρκου γιατρού, που πάλεψε με τα μέσα της εποχής και ξαγρυπνούσε μαζί με τη μάνα μου στο νοσοκομείο του Τσεσμέ.
Αυτή ήταν η πρώτη ανατροπή στην παιδική μου φαντασία για τους Τούρκους εχθρούς.
Η δεύτερη ανατροπή ήρθε μετά από λίγους μήνες, όταν πια είχαν προωθήσει τους πρόσφυγες -έτσι τους έλεγαν τότε- στην Αιθιοπία. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα, εκεί έμαθα ότι ο αράπης δεν τρώει τα παιδιά, εκεί έμαθα ότι μπορούσα να παίζω μαζί με τα μαύρα παιδιά στους χωματόδρομους της Αντίς Αμπέμπα.
Τώρα, κάθε φορά που ακούω για βάρκες που βουλιάζουν στη θάλασσα του Αιγαίου, για ανθρώπους που πνίγονται, κάθε φορά που ακούω για παράνομους μετανάστες, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ότι είμαι κι εγώ μια παράνομη μετανάστρια.
Ξέρω ότι δεν είναι ίδιες ούτε οι εποχές ούτε οι περιστάσεις. Είναι όμως πάντα ίδιες η απελπισία και η ελπίδα.
Στέλλα Πασβάνη-Φουρτούνη
* Η Στέλλα Πασβάνη γεννήθηκε στην Ικαρία. Στα χρόνια του πολέμου, με τη μητέρα της και τις αδελφές της, έφυγε ως πρόσφυγας στην Τουρκία και μετά στη Μέση Ανατολή και στην Αιθιοπία. Μετά τον Εμφύλιο οργανώθηκε στην αριστερά μέσα από τις γραμμές της νεολαίας ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων. Είναι παντρεμένη με τον Μανώλη Φουρτούνη, έχει δύο παιδιά και μια εγγονή. Μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και την Κέφαλο της Κω.
Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ της Κυριακής, 20/03/11