Κάθομαι. 10:26 π.μ. Αν είσαι τύπος που μπερδεύει το π.μ με το μ.μ, να διευκρινίσω ότι είναι 10:26 το πρωί. Έξω ο ήλιος λούζει με ένα δυνατό φως όλα τα αντικείμενα, κινούμενα και μη. Ο αέρας έχει κοπάσει. Ο καιρός θυμίζει ακόμα τις γλυκές στιγμές του καλοκαιριού. Κρύβει κάτι από τη μιζέρια που αυτά τα δύο χρόνια, έχει παρεισφρήσει στην καθημερινότητά μας.
Είναι η 2η φορά που ξεκινώ πτήση μου με τη διαπίστωση ότι δεν υπήρξαμε ποτέ σοβαρή χώρα. Η πρώτη είχε αφορμή μια επίσκεψη στο εξωτερικό.
Πάντα η επιστροφή στην πατρίδα μετά από ένα σύντομο ταξίδι σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ψευδαισθήσεις: Δεν είμαστε σοβαρή χώρα. Και πιθανότατα, δεν υπήρξαμε και ποτέ. Δέσμιοι ρόλων και ιδεοληψιών, αδυνατούμε –ή δε μας συμφέρει- να αντιληφθούμε πως σε τούτο τον, στ’ αλήθεια όμορφο τόπο, έχουμε καταφέρει να ποτίσουμε με πολύ ιδρώτα και σάλιο το θεόρατο πλέον δέντρο-κλισέ «η λογική είναι κόντρα στο συναίσθημα» και τώρα πάνω του... 3 πουλάκια κάθονται!
Κι όταν το αυτονόητο δίνει τη θέση του στο παράλογο, η ζωή γίνεται κουλουβάχατα και η ελπίδα με την απαισιοδοξία 2 σώματα γυμνά που κάθιδρα παλεύουν σε μια μάχη ερωτική να καβαλήσει το ένα το άλλο… για να το αφανίσει. Κι έτσι τυλίγουν το βίο σου, εναλλάξ:
Τι ωραία που ένιωσες περπατώντας σε μια πόλη με διάσπαρτους πεντακάθαρους δημόσιους χώρους!
Βέβαια, όταν πήγες στο ξενοδοχείο, είδες στο internet πως στην Πειραιώς γίνεται πορεία αντίδρασης για την κάρτα του πολίτη που ΘΑ τεθεί σε εφαρμογή.
Σε βλέπω να κοιμάσαι στο κρεβατάκι σου και αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που ονειρεύεσαι. Πώς βλέπεις τον κόσμο μέσα από το δικό σου καθρέπτη της ψυχής. Είναι τόσα πολλά που ανυπομονώ να σου πω όταν θα αρχίσουμε να επικοινωνούμε με λόγια. Προς το παρόν μιλάμε με τα μάτια και την καρδιά και ίσως αυτό να είναι καλύτερο.