Πέτρες. Η μια στην άλλη πάνω - κάτω και πλαγίως. Δεξιά - αριστερά ποτές, κόβονται μόνο κατάκορφα, μπαίνεις σ’ αυτές τις πέτρες, μέσα τους, και διαβάζεις ιστορίες αθρώπων. Μιλιούνια, ένα σακί, ένα κλαδί του Ράντη στην πλάτη, άργιος· νομίζουν τους ξεχάσαμε σκύλε, όχι ρε, δεν το κατάλαβες καλά το θέμα: στο ίδιο το μνημόσυνο είμαστε πελάτες.
Καριωτόσπιτο στην Αθήνα. Στο απέναντι συνεργείο είχαν πολλή δουλειά. Κάθε μέρα δηλαδή είχαν πολλή δουλειά, όμως εκείνο το πρωϊνό είχε μαζευτεί τόση που δεν ήξεραν πώς να τη διαχειριστούν. Η ώρα περνούσε και όλο το συνεργείο δούλευε ασταμάτητα. Πήγε η ώρα 3 και ακόμα δούλευαν. Γύρω στις 3 και μισή, η κυρία Μαίρη από απέναντι βγαίνει στο μπαλκόνι στον τρίτο όροφο και βάζει ευγενικά τις φωνές. Είναι άλλωστε ώρα κοινής ησυχίας. Όλοι κοιτιούνται μεταξύ τους, της κάνουν ένα νόημα και σταματούν.