Το καΐσι είναι το βερίκοκο, Prunus armeniaca, που παναπεί ''αρμένικο δαμάσκηνο'' αλλά δεν είναι ούτε δαμάσκηνο ούτε αρμένικο. Το Ικαριώτικο καΐσι έχει γλυκό, εδώδιμο κουκούτσι, σαν αμύγδαλο. Η φύση φροντίζει τα κουκούτσια να είναι πικρά, για να μην τα τρώνε οι άνθρωποι ή τα ζώα και έτσι τα φυτά να πολλαπλασιάζονται.
Ήταν ένα τάμα των παιδικών μου χρόνων. Εντυπωσιασμένος από την Καριώτισσα μάνα, που στο παιδικό μου μυαλό φάνταζε σαν ηρωΐδα και αγία μαζί, ήθελα πάντα να γράψω κάτι γι' αυτήν, κάτι σαν ύμνο, δείγμα ελάχιστο του θαυμασμού και της αγάπης που ένιωθα. Και να που το τάμα αυτό έμελλε να το εκπληρώσω σήμερα, σε μιαν ηλικία που ο συναισθηματισμός, η αναπόληση και η νοσταλγία ομορφαίνουν, αλλά ταυτόχρονα και καταδυναστεύουν τη ζωή μας.
Όσο να πεις, είναι σοκαριστικό να βλέπεις το ακριβές όνομα σου να ταξιδεύει πίσω στον χρόνο. Αυτή ήταν και η πρώτη μου αντίδραση όταν ανακάλυψα σε κάποιο ράφι του πατρικού μου, καλά φυλαγμένο από τον πατέρα μου, το τετράδιο με τα δείγματα καλλιγραφίας του παππού μου, Κωνσταντίνου Χ. Βατούγιου (Κωσταράκι).
Σήμερα ‘α σάς κάμω μάτσι, φέρε μου εσύ την μαλαχταρέ και εσύ την ματσόβεργα! Ας βάλουμε λίγο αγάπη στην ζωή μας, οι αναμνήσεις ειναι αγάπη! Οι γιαγιάδες μας και οι μαμάδες μας δεν άφηναν τίποτα να πάει χαμένο! Περίσσευε ζυμάρι από τα πιταράκια, τα έκοβαν σε λωρίδες τα έριχναν σε νεράκι και τα έφτιαχναν μια ωραιότατη σουπίτσα που όλοι θυμόμαστε.