Την ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα την είχα στη βιβλιοθήκη μου από πολύ μικρή. Σε διαφορετικές φάσεις και ηλικίες της ζωής μου, επιχειρούσα να το διαβάσω, αλλά πάντα το άφηνα, σχεδόν στην αρχή. Έπρεπε να πατήσω τα πρώτα –άντα για να με κρατήσει αυτό το βιβλίο μέχρι το τέλος. Για να καταλάβω τελικά τι αξία και τι ομορφιά έχει το «δικό μου» τριαντάφυλλο. Ο δικός μου πλανήτης. Το δικό μου νησί…
Σαν τον Μικρό Πρίγκιπα λοιπόν έφτασα στην πύλη Ε2. Δίπλα ακριβώς από τη «δική μου» πύλη, την Ε1 στην οποία πήγαινα πάντα για να σαλπάρω. Έλα μωρέ, σκέφτηκα, το ίδιο ακριβώς θα είναι. Όντως, το σκηνικό ήταν ακριβώς το ίδιο με το «δικό μου». Ένα μεγάλο καράβι, πιο καινούριο αυτή τη φορά. Ο προορισμός σε γενικές γραμμές, ίδιος επίσης… το Βόρειο Αιγαίο. Μπαίνοντας όμως στα ενδότερα του πλοίου, η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική. Πού ήταν οι «δικοί μου» γνωστοί με τους οποίους συνταξιδεύαμε, πού ήταν η «δική μου» καριώτικη διάλεκτος και οι «δικές μου» πολυαγαπημένες καριώτικες φάτσες, πού ήταν οι γνωστές πλέον σε μένα «δικές μου» κρυψώνες για να απλώσω το sleeping bag μου, πού ήταν οι «δικοί μου» υπάλληλοι στα κυλικεία και στη ρεσεψιόν; Το ταξίδι ξεκίνησε και συνεχίστηκε χωρίς την ενδιάμεση στάση στη Σύρο, όπου μπαίνουν οι «δικοί μου» λουκουματζήδες τρέχοντας να πουλήσουν τις χαλβδόπιτες και τα λουκουμάκια. Ακόμα και η φουρτουνιασμένη θάλασσα δεν ήταν η «δική μου». Αυτή ήταν μια ξένη θάλασσα, αφιλόξενη που αντί να με νανουρίζει με τα μποφόρ της, με έκανε να πάρω δραμαμίνη για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ίσως έφταιγε και το γεγονός ότι δεν είχα δίπλα μου ένα χέρι για συντροφιά ή το παρεάκι μου με τα αστεία τους.
Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι προσεγγίζαμε στο νησί. Κανονικά θα έβγαινα στο «δικό μου» κατάστρωμα και θα απολάμβανα το τσιγάρο μου με την αλμύρα να χτυπάει το πρόσωπό μου. Αχ εκείνο το τσιγάρο! Εισπνέεις τον καπνό και νομίζεις ότι γεμίζεις με ζωή, ο αέρας σου ανακατεύει τα μαλλιά, η μυρωδιά της θάλασσας μπλέκεται με αυτή από τις καπνοδόχους του καραβιού και το χαμόγελο μονίμως κολλημένο στα χείλη σου. Και μετά αρχίζεις και αναγνωρίζεις τα σημάδια που σου στέλνουν τα φώτα του νησιού. Ξέρεις κάθε φορά πού βρίσκεσαι και σαν τον άπιστο Θωμά ψηλαφίζεις νοητά το σώμα του νησιού. Μετανιώνεις που έμεινες τόσο καιρό μακριά του. Τι σημασία έχει τώρα όμως; Σε λίγο φτάνουμε. Ο Κάβο Πάπας, ο Αρμενιστής και ψηλά οι Ράχες στέλνουν τα τραγούδια τους, μετά το Γιαλισκάρι, ο Κάμπος, άντε και φτάσαμε. Πού είναι ο φάρος με το πράσινο φωτάκι; Και δεν προλαβαίνεις να επεξεργαστείς τις αναμνήσεις από καθένα από αυτά τα μέρη που κατακλύζουν το μυαλό σου. Ούτε καν να αφήσεις τα δάκρυα της χαράς να ξεχυθούν. Στο βάθος διακρίνεται το Καραβόσταμο. Και το πλοίο αρχίζει να στρίβει και να κάνει τις μανούβρες του για να δέσει στο λιμάνι του Ευδήλου. Στο «δικό μου» λιμάνι.
Μετά όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Και ξαφνικά βρίσκεσαι στο Ριφιφί με ένα τσούρμο από γνωστούς και άγνωστους να πίνεις ένα ρακόμελο για να χαλαρώσεις από το ταξίδι. Και να χαμογελάς και να φωνάζεις και να χειρονομείς και να γκρινιάζεις για το σαπιοκάραβο που έχουν στείλει να κάνει το δρομολόγιο για Ικαρία. Έτσι απλά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από την τελευταία φορά. Μέχρι να πάρεις το φορτωμένο αυτοκίνητό σου, να βάλεις τη μουσική στη διαπασών και να τρέξεις στους γνωστούς σου δρόμους. Τώρα πια όμως δε σε νοιάζει τίποτα. Έχεις φτάσει.
Και μπορεί για άλλους να είναι ένα απλό λιμάνι ενός απλού χωριού ενός απλού νησιού. Για μένα είναι το «δικό μου» τριαντάφυλλο.
Χριστίνα Μπάιμπα
christinabaiba@yahoo.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.