Ο Ιούνιος έχει μπει για τα καλά και οι ζέστες έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στην Αθήνα με τα 30άρια να μας ταλαιπωρούν ακόμα περισσότερο. Η αρχή του καλοκαιριού λοιπόν με βρίσκει στην Αθήνα καθώς ως φοιτήτρια διαβάζω και εγώ για την καλοκαιρινή εξεταστική. Κάπου ανάμεσα στις σημειώσεις μου και στην όλη αναστάτωση που επικρατεί κάθε φορά κατά την διάρκεια της εξεταστικής, το μάτι μου πέφτει σε μια φωτογραφία που είχα τραβήξει πέρυσι στο νησί μου,την Ικαρία. Αν και η καταγωγή μου είναι από τον Πόντο, το νησί αυτό το αγάπησα από την αρχή, λες και οι ρίζες μου είναι από εκεί.
Αυτή τη φορά, αυτή τη χρονιά, τούτο το καλοκαίρι είπα να κρατηθώ. Παρόλο που ήμουν γεμάτος λαχτάρα, δεν κατέβηκα στο λιμάνι. Δεν ήθελα να προσπαθήσω ξανά να αναγνωρίσω τους δικούς μου ανθρώπους ανάμεσα σε πολύχρωμα σακίδια και κάτω από καπέλα, στο συνωστισμό και στη βιασύνη της μπουκαπόρτας. Δεν ήθελα, τη στιγμή που είμαι έτοιμος να δώσω τις πιο σφιχτές μου αγκαλιές, ν’ ακουμπήσω στα μάγουλα που κολλάνε μετά το πολύωρο ταξίδι και την αλμύρα, ν’ ακυρωθούν όλα από τη σφυρίχτρα του αγανακτισμένου λιμενάρχη και το «κάνε στην άκρη, αυτοκίνητο».
Την ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα την είχα στη βιβλιοθήκη μου από πολύ μικρή. Σε διαφορετικές φάσεις και ηλικίες της ζωής μου, επιχειρούσα να το διαβάσω, αλλά πάντα το άφηνα, σχεδόν στην αρχή. Έπρεπε να πατήσω τα πρώτα –άντα για να με κρατήσει αυτό το βιβλίο μέχρι το τέλος. Για να καταλάβω τελικά τι αξία και τι ομορφιά έχει το «δικό μου» τριαντάφυλλο.