Αλίμονο μου έτσι και πέρασε, το έχασα το μπάνιο μου για σήμερα. Και ποιος ακούει τις τσιρίδες και τα κλάματα; Όχι μόνο δε μετρούσαμε διπλά τα μπάνια (πρωί – απόγευμα) εμείς τα βουνίσια παιδάκια, αλλά αν χάναμε το λεωφορείο, ούτε ένα.

Φεύγει και ο Ιούνιος, τελείωσαν τα σχολεία και οι περισσότερες Καριωτίνες μαμάδες της Αθήνας, στέλνουν τα παιδιά τους στη γιαγιά στην Ικαρία για τρεις μήνες. Απίστευτη εμπειρία για τα Καριωτάκια που εξαιτίας του μεγάλου αυτού χρονικού διαστήματος που περνούν όλα μαζί , διατηρούν φιλίες και στην Αθήνα. Αναρωτιέμαι, μετά πώς γυρνάνε πίσω;

Την ξύλινη σκάλα που ένωνε τις δυο κατοικίες δεν την ανεβαίναμε ποτέ. Μόνο η μάνα και μόνο όταν την καλούσαν οι σπιτονοικοκύρηδες. Αυτό συνέβαινε συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Όταν άρχιζαν «Οι Πανθέοι». Μας είχε ήδη τακτοποιήσει στα κρεβάτια μας, μας είχε πει κι από ένα παραμύθι και μετά, μόλις ακουγόταν η μουσική των τίτλων, έσιαχνε τα μαλλιά και τη ρόμπα, περίμενε κάνα λεπτό,

Γύρισα προχτές από τη δουλειά και είχε πολλή ζέστη. Ο ήλιος έπεφτε σιγά σιγά και σκέφτηκα να ανοίξω μία μπύρα και να αράξω να την πιω στο μπαλκόνι. Έπρεπε όμως να τη συνοδεύσω με κάτι. Έτσι, άνοιξα το ντουλάπι και πήρα ένα πακέτο πατατάκια με γεύση ρίγανη.

Πριν από την εποχή της κρίσης, πριν και από την εποχή της μη κρίσης, υπήρξε μια τρίτη στη σειρά εποχή, αυτή που είχε καλοκαίρια… ήταν καλοκαίρια με ξαδέρφια, με παιδιά οικογενειακών φίλων από καιρό χαμένων, με παλιούς συμμαθητές, τυχαίους γείτονες, καλοκαίρια με καρπούζι και γερμάδες, πεύκο και ρετσίνι, κοινή ψησταριά και λαθραίο παγωτό...

Το πρώτο βήμα περιπέτειας ξεκινούσε στα σκαλιά που κατέβαιναν προς τον αχυρώνα. Εκεί ήταν η αρχή του μονοπατιού. Απότομο στην αρχή, κατηφοριά δυνατή και δίπλα ο ποτιστής να σε ακολουθεί στη δικιά του παράλληλη διαδρομή. Πόσες φορές, σαν κατέβαινε νερό, έριχνα ένα ξύλο κι έτρεχα να το προλάβω πριν ξεπεράσει το δρόμο και το χάσω σε κάποια από τις τσιμεντένιες διασταυρώσεις του.

Πρωί Δευτέρας στη δουλειά, κλεισμένος σε ένα γραφείο μπροστά από τον υπολογιστή. Έξω βρέχει και εγώ κοιτάζω το ρολόι, η ριμάδα η ώρα δεν περνάει. Και ξαφνικά έρχεται στο μυαλό μου η μόνη λέξη, η μόνη εικόνα που μπορεί να μου φτιάξει την διάθεση...ΙΚΑΡΙΑ.

22/01/2013 - 00:23Αϊράκι

Το δέρμα που κατοικώ -έτσι λέει και ο Αlmodovar- έχει πάνω χαραγμένη μια λέξη. Με μελάνι. Δεν έχει το χρώμα που έχουν τα νερά γύρω γύρω απ το νησί. Και δεν έχει ούτε τη μυρωδιά του χορταριού που χώνεται στα ρουθούνια, μόλις κάνεις δυο βήματα απ’ τους κάβους. Είναι απλώς μία λέξη που κρύβει μέσα της, αφορμές για να μεγαλώνω με μια θύμηση.

Και πού να πάμε δηλαδής; Αφού εδώ τους παραδείσους τους ξέρουμε, που να ψάχνουμε νέους τώρα, και πες τους βρήκαμε, θα είναι οι ίδιοι; Θα έχουνε μυρωδίες δεμένες με εικόνες; Σε κάθε σημείο, σε κάθε τοπίο θα είναι τόσο γλυκά παντρεμένες με διαφορετικές αισθήσεις;

Ρε παιδί μου να ήταν κάπως αλλιώς, δεν ξέρω. Nα μην τελείωναν οι εποχές, να μην φεύγαν οι άνθρωποι. Ή να μπορούσες να γυρνάς εσύ εκεί για λίγο, σε ό,τι σου λείπει, όποια στιγμή θελήσεις σε όποια ηλικία.

Σελίδες