Φωτογραφία: Νίκος Δημητρακογιάννης
Δε θάθελα να κλείσω τον κύκλο των αφηγημάτων μου για τη ζωή στο Δημοκρατικό Στρατό με μαύρο. Θέλω να ρίξω λίγο κόκκινο στη νύχτα του εμφυλίου, όχι αίμα αλλά το ροδινό μιας αυγής. Γιατί είδα πολλές ρόδινες αυγές, όταν κοιμόμαστε κάτω απ’ τ’ άστρα. Αγάπησα την καριώτικη φύση, γιατί μας προφύλαξε και μας έκρυψε, γιατί την είδα τις έναστρες και τις φεγγαρόλουστες νύχτες.
Μια νύχτα κάταστρη, που βαδίζαμε στην κορυφογραμμή κατάκοποι, είπαμε να σταματήσουμε κάπου να κοιμηθούμε. Κατά τύχη βρεθήκαμε δίπλα στη μάντρα ενός τσοπάνη. Ήταν κατακαλόκαιρο και η νύχτα ήταν ζεστή. Έξω από τη στάνη υπήραχν πέτρινα τραπέζια. Ξαπλώσαμε πάνω τους να κοιμηθούμε. Πρόλαβα κι εγώ ένα τραπέζι. Όπως ξάπλωσα ανάσκελα και κοίταζα τον ουρανό, έγινε το απρόσμενο. Χιλιάδες πεφτάστρα άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, φωτίζοντας ακόμα παραπάνω την έναστρη νύχτα. Όταν είμαστε παιδιά θεωρούσαμε μεγάλη τύχη να δούμε ένα πεφτάστρι. Και κάναμε πάντα μια ευχή. Κάναμε κι εμείς τώρα ευχή για την ειρήνη.
Όμως η πολύπαθη ειρήνη άργησε να αρθεί. Ήθελαν κι άλλο αίμα οι αιμοβόροι ξένοι. Κι εμείς οδοιπορούσαμε τις νύχτες με σύννεφα και μ’ αστροφεγγιά. Και προσμέναμε πάλι να δούμε τα πεφτάστρα. Γιατί συχνά βαδίζαμε μ’ αστροφεγγιά στις κορυφογραμμές , που τις φοβούνταν τ’ αποσπάσματα και πάντα κοιτούσαμε τον ουρανό μήπως δούμε πάλι τα πεφτάστρα. Τα πεφτάστρα τα είδαμε πολλές φορές, αλλά εμείς μείναμε με τη γοητεία της πρώτης.
Τον πρώτο χειμώνα που μείναμε στην κάμαρα του Κεραμέ, αν και καλά περνούσαμε – ήταν ζεστή κι ευρύχωρη, ήταν εύκολη η επικοινωνία με τους δικούς μας, ήταν εύκολο να μας φέρουν ή να πάμε να βρούμε τρόφιμα- λαχταρούσαμε τη φύση σ’ όλες τις μεταμορφώσεις και πιο πολύ την άνοιξη. Κι ένα πρωί την είδαμε σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Μια ανθισμένη αμυγδαλιά, μια λευκή οπτασία, ένα μελωδικό βούισμα των μελισσών και ο μυρωμένος άνεμος να μας χαϊδεύει τα ρουθούνια μας. Αυτή ήταν η άνοιξη. Νιώθαμε μια ευφροσύνη να μας διαπερνά την όραση και τα ρουθούνια μας. Μα και το σώμα μας σαν να ‘γινε πιο ανάλαφρο. Έφυγε από πάνω μας το βάρος του χειμώνα και φορές από την κλεισούρα της σπηλιά.
Λένε ότι ένα αγαθό το εκτιμάς περισσότερο όταν το χάσεις. Μόνο που εμείς τα στερηθήκαμε υπηρετώντας μια ιδέα, ένα ιδανικό. Αλλά η μάνα φύση, ουδέτερη στις διαμάχες των ανθρώπων κάθε άνοιξη τη μεγαλοσύνη της μας δείχνει. Η καριώτικη φύση είναι όχι μόνο πανέμορφη αλλά και πονετική. Μας έκρυψε και μας φύλαξε, όπως διαφύλλαξε και τους προγόνους μας στα χρόνια της σκλαβιάς. Είχαμε την ευκαιρία περπατώντας τις άνοιξες και τα καλοκαίρια στα δάση, τα βουνά και τα λαγκάδια του νησιού μας, να θαυμάσουμε την τότε παρθένα φύση, τα αιωνόβια δάση, όπως του Ράντη, της Μεσοράχης, του Αθέρα. Τα απαράμιλλα γλυπτά της φύσης κοντά στο Καρκινάγρι, τα δαντελωτά της ακρογιάλια και την πιο γαλάζια θάλασσα.
Αυτά μας έδωσε η Νικαριά και την αγάπη των ανθρώπων της.
Φίλιππος Μαυρογιώργης
Εφημερίδα «Νέα Ικαρία»
Απρίλης – Μάης – Ιούνης 2011